Το πρωινό της 20ης του Μάη του 1941, ήταν ένα μαγεμένο πρωινό. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει από το διάσελο της Κουκουναράς, λαμπρός και πυρωμένος, και έπνιγε με το εκτυφλωτικό του φως ολόκληρο τον κάμπο της Κισάμου. Τα σπαρτά, κίτρινα σαν το χρυσάφι, έγερναν προς τη γη τα μεστωμένα στάχυα τους. Τα αμπέλια υπόσχονταν πλούσια σοδειά και τα. πετούμενα του Θεού, που ερωτεύονταν και έφτιαχναν τις φωλιές τους εκείνες τις μέρες, πλημμύριζαν τον αέρα με το χαρούμενο τραγούδι τους.
Το βοσκαρούδικο των δώδεκα χρόνων, που έβοσκε το κοπάδι του στο ίσιωμα της Κουκουναράς και που συμβαίνει ύστερα από 50 χρόνια να γράφει τούτες τις γραμμές, θυμάται πως εκείνο το πρωινό ήταν «χαρά Θεού». Κυριολεκτικά, εκείνη την ημέρα «η φύση είχε βρει την γλυκιά και την καλή της ώρα», καθώς λέει ο ποιητής.
Όμως, αυτή η μαγεία δεν εκράτησε για πολύ. Σε λίγη ώρα ένας παράξενος θόρυβος άρχισε να ακούγεται από το βορρά, κατά τη μεριά του πελάγους, που σε λίγα λεπτά έγινε σωστό μουγκρητό χιλιάδων εξαγριωμένων θεριών, που θαρρούσες πως έρχονταν για να χιμήξουν στην Κρήτη και να μπήξουν τα θανατερά τους νύχια στο κορμί της, το χιλιοβασανισμένο στο πέρασμα των αιώνων. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Αμέτρητα αεροπλάνα εσκέπασαν το λαμπερό φως εκείνης της ημέρας. Όμως και προηγούμενα, σχεδόν είκοσι μέρες, είχαμε καθημερινές αεροπορικές επιδρομές. Μάλιστα πριν από λίγες μέρες, ακριβώς σ’ αυτή την περιοχή, πάνω από τον κόλπο της Κισάμου, είχε γίνει μια αερομαχία, που κατέληξε στην πτώση ενός αγγλικού αεροπλάνου.
Μα εκείνο το φοβερό θέαμα δεν είχε ξαναγίνει. Οι μηχανές και οι σειρήνες των αεροπλάνων δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο που έλεγες πως είχε φτάσει η, συντέλεια του κόσμου. Πετούσαν όσο μπορούσαν χαμηλά και πολυβολούσαν κάθε κινούμενο στόχο, άνθρωπο ή ζώο, σαν να ‘θελαν να εξαφανίσουν τη ζωή από αυτό το νησί. Μα σε λίγο συνέβη και κάτι άλλο πρωτόφαντο και παράξενο – και ταυτόχρονα γοητευτικό, παρά την τραγικότητά του. Τα αεροπλάνα, που πετούσαν κοντά στο Καστέλλι, άρχισαν να ρίχνουν κάτι παράξενες ομπρέλες, που στην άκρη τους φαινότανε να κρέμεται ένας άνθρωπος. «Πέφτουνε αλεξιπτωτιστές!!!» άρχισε να φωνάζει ένας χωριανός που στεκόταν στην Κουκουναρά – και συγχρόνως στον κάμπο της Κισάμου ξεκινούσε η βοή του πολέμου.
Ο μικρός βοσκός πρώτη φορά άκουγε αυτή τη λέξη. Μα και πάρα πολλοί κάτοικοι του νησιού δεν είχαν ιδέα τι είναι οι αλεξιπτωτιστές. Έτσι εξηγείται ότι, όταν τους είδαν να πέφτουν από τον ουρανό, κρεμασμένοι από τις τεράστιες ομπρέλες, αμέσως τους έδωσαν το όνομα που αυτοί νόμιζαν πως τους ταίριαζε. Τους είπαν ουρανίτες. Αυτοί λοιπόν οι ουρανίτες, ή αλεξιπτωτιστές κατά τη στρατιωτική ορολογία, που έπεφταν μπροστά στα μάτια μας, ήτανε οι πρώτοι Γερμανοί που πατούσαν πόδι στην Κρήτη.
Η ιστορία του Γενικού Επιτελείου του Στρατού, που είναι το εγκυρότερο από τα ελληνικά και ξένα κείμενα που αναφέρονται σ’ αυτή τη μάχη, γράφει πως η πτώση των αλεξιπτωτιστών στο Καστέλλι άρχισε στις 8 το πρωί, ενώ στην περιοχή του Μάλεμε ένα τέταρτο αργότερα. Οι Γερμανοί επομένως που βλέπαμε να πέφτουν από τον ουρανό ήταν οι πρώτοι «επισκέπτες» της Κρήτης, και οι πυροβολισμοί που ακούγαμε ήταν το ξεκίνημα μιας από τις φοβερότερες και κρισιμότερες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και γοητευτικό. Τα αεροπλάνα άφηναν πολύχρωμα αλεξίπτωτα, που λικνίζονταν στον αέρα, σαν να εκτελούσαν χορευτικές φιγούρες, και σιγά-σιγά κατέβαιναν στη γη για να αφήσουν πάνω της απαλά το φορτίο τους. Πολλά απ’ αυτά, ιδίως τα χρωματιστά, έφερναν στο πεδίο της μάχης όπλα και πυρομαχικά. Η προσγείωση των αλεξιπτωτιστών δεν υπήρξε πάντα ομαλή, όπως μάθαμε μετά. Μερικοί απ’ αυτούς πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν στον αέρα, και άλλοι κρεμάστηκαν στα δένδρα. Αλλά και τα αλεξίπτωτα με τα πυρομαχικά και τα όπλα δεν έφθασαν όλα στον προορισμό τους. Ορισμένα έπεσαν στις περιοχές των πολιτών, οι οποίοι ξαφνικά και αναπάντεχα βρέθηκαν εξοπλισμένοι με σύγχρονα όπλα.
Άρχιζε λοιπόν πόλεμος. Τι περίεργο αλήθεια, ένα πρωινό που ξημερώνει με τόση μαγεία σε έναν πανέμορφο τόπο, μέσα σε τόση λίγη ώρα να μεταβάλλεται σε μια μέρα θανάτου και καταστροφής και ο όμορφος αυτός τόπος σε πραγματική κόλαση. Η ευλογία του Θεού παραχωρεί τη θέση της στην κατάρα του πολέμου, που δημιούργησε η μωρία του ανθρώπου.
Οι ουρανίτες έρχονται: από το βιβλίο "η Κίσαμος στη Μάχη της Κρήτης, του Δημ. Νικ. Καρτάκη).
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ.
ΚΑΙ ΞΕΦΑΝΤΩΝΕΙ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΣΕΙΕΤΑΙ ΤΟ ΛΑΓΚΑΔΙ
Μ ΑΠ ΕΧΕΙ ΑΡΜΑΤΑ ΑΣ ΒΑΣΤΑ ΚΙ ΑΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΣ ΕΥΡΕΙ
ΚΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΠΡΟΒΑΛΑΝΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου