Ο Εννιάχωριανός διδάσκαλος Νικόλαος Πιμπλης μας εξιστορει το τι είδε με τα μάτια του γύρω από τον Αναγνώστη Σκαλιδη που θυμάτε σαν παιδί .
Η ΖΩΗ ΤΟΥ Α. ΣΚΑΛΙΔΗ
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΑΥΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΧΑΝΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ.Η ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΧΕΙ ΣΑΝ ΒΑΣΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ,ΙΣΤΟΡΙΚΑ,ΜΟΥΣΙΚΑ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΝ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ.
Διήγηση του ιατρού Γεωργουδάκη Γρηγ..που αναφέρει πραγματικά γεγονότα του τι ίσχυε επί εποχής και την δράση των Γραμπουσιανων καλησπέρηδων.Μας εξιστορεί ότι ακριβώς του έλεγε ο παππούς του που την εποχή των Γραμπουσιανων..1825-1828 και με παραστατικότατο τρόπο την αρπαγή και το τέλος ένους βαναυσου Τουρκοκρητικού του Ρεθύμνου που τον μετέφεραν αιχμάλωτο στο νησί.
Γρηγ.ΓεωργουδακηςΟ πάππος μου ἦτο διηγηματικὸς καὶ πολυί στωρ. Είχε ταλέντο, σπάνιον δῶρον ἀπὸ τὴν Φύσιν. Ενθυμοῦμαι ὅταν ἐν καιρῷ χειμώνος, καθήμενος εἰς τὸν καναπέ, κοντὰ εἰς τὸ μαγκάλι καὶ ροφῶν τὸν ἀργηλὲ καὶ τὸν καφφέ του, μᾶς διηγεῖτο τὰς ἱστορίας του καὶ τὰ ὡραῖα παραμύθια του. Αι Ιστορίαι του περιεστρέφοντο περὶ τὴν ἐποχὴν τῆς Γραμπούσας καὶ ὅτι διηγεῖτο, τὸ ἔλεγεν ὡς αὐτόπτης μάρτυς, διότι τότε ευρίσκετο εἰς τὴν μικρὰν ταύτην νησίδα εἰς ἡλικίαν 10-15 ετών. Ανέφερε γεγονότα καὶ πρόσωπα δράσαντα τότε καὶ μετὰ ταῦτα, τὰ ὁποῖα ἐθεώσει ἥρωας καὶ τὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς παρέλειψεν ἡ ἱστορία τῆς Κρήτης να μνημονεύση. Δὲν ἐπερνοῦσεν ἡμέρα νὰ μὴ διηγηθῇ με αν, δύο ηρωϊκάς πράξεις καὶ νὰ μὴ ἐξάρη τὴν ἄφθαστον ἀνδρείαν τῶν ἡρώων του. Θὰ ἀναφέρω μερικούς ἥρωας ἐξ αὐτῶν, ὅσους ἐνθυμοῦμαι Ο Νικηφοροαναγνώστης, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ συγγενής του ἐκ Χαλέπας, ἕλκων ὅμως τὴν καταγωγὴν ἐκ Σφακίων. Ο Βορινὸς ἐκ τοῦ Κεφαλᾶ, ὁ Μανουσάκης ἐκ Σφακίων, ὁ Θεοδωρὴς ὁ Μπροσνερίτης κλπ. Η Γραμβοῦσα, ἔλεγεν διηγούμεννος, κατ' ἀπόφασιν τῶν Δυναμένων εἶχε θεωρηθεί ἐλευθέρα προσωρινῶς καὶ τοῦτο διὰ νὰ συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ ὅλα τὰ ζωηρὰ καὶ ἀτίθασα στοιχεῖα καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγῆ ἡ νῆσος ἀπὸ τὴν ἀνεπιθύμητον εἰς τὴν Πόλην παρουσία των εἰς τὴν λοιπὴν Κρήτην. Οι ευλογημένοι ὅμως αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔμειναν ἥσυχοι οὔτε ἀργοί, διότι ἐπρομηθεύθησαν καραβάκια καὶ ἔγιναν πειραταί, συνεταιρισθέντες καὶ συνεργασθέντες μὲ ἄλλους ὁμοίους των ἀπὸ τὴν Ὕδραν, Ψαρά, Σπέτσαι κλπ. Ἡ δράσις των ὑπῆρξεν πολύ προσοφοδοφόρος, διότι ἀνύποπτα τὰ πλοῖα τῶν Ευρωπαίων, Αγγλων, Γάλλων, Αυστριακῶν κλπ. πλέοντα εἴτε εμπορικά εἴτε καὶ πολεμικὰ ἀκόμα, ἐδέχοντο αἰφνηδιαστικῶς τὴν ἐπίθεσιν τῶν ὁπλισμέννων μὲ σπάθας, μπιστόλες καὶ καραμπίνες, τούτων ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐρήμαζαν. Εδιηγεῖτο ὅτι ἡ μικρὰ νῆσος ἐγέμισεν ἀπὸ ψωμιά, ξύλα, δέρματα, σχοινιά, υφάσματα, τυριά κλπ. πρὸ πάντων ὅμως τάληρα, κολωνάτα τάλαρα λεγόμενα. Οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀποθήκευσαν εἰς τὰ σακκιὰ εἰς τὴν ἀρχήν, ἔπειτα τὰ ἔβλεπαν χάμαι χωρὶς νὰ τὰ ἐγγίζη ἄνθρωπος. Μὲ τὴν κανέλλα δεμάτια ἄναβαν τὴ φωτιὰ καὶ ἐμαγείρευαν τὰ φαγητά των. Πολλὲς φορὲς ἀνήρχοντο ἐπὶ τοῦ καταστρώματος πολεμικών πλοίων, τότε δὲν ἦσαν μὲ τὸν ἀτμόν, ἐφόνευον τοὺς ναύτας καὶ ἀξιωματικούς, ἔπερνον μολύβι καὶ μὲ αὐτὸ ἐβούλωναν τὰ στόμια τῶν κανονιῶν καὶ ἀφοῦ παρελάμβανον ὅ,τι τοὺς ἤρεσεν ἔφευγον. Τοῦτο ἔγινε συγκεκριμμέννως καὶ μὲ ἕνα μεγάλο πολεμικὸν ̓Αγγλικὸν πλοῖον. Ἀφοῦ δὲ τὸ ἐρήμαξαν καὶ ἀφῆκαν τὸ σκάφος τοὺς εἶπαν: «πηγαίνετε νὰ πῆτε στην Βικτώρια τὴν Βασίλισσά σας, ὅτι ἕνα ψαροκάϊκο σᾶς ἐπάτησε». ̓Απέβησαν τὸ φόβητρον τῶν πλεόντων καὶ τῶν κατοικούντων περὶ τὴν Μεσόγειον, διότι ἀργότερον ἄρχισαν καὶ ἐλήστευαν καὶ τὰ Ἑλληνικὰ πλοιάρια, ἐπήγαινον εἰς τὰς νήσους τῶν Κυκλάδων τὰς ὁποίας ἐρήμασαν κυριαλεκτικώς. Μεταξὺ τῶν δρώντων, ἦτο καὶ ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος καὶ ἔπεσεν εἰς Κίμωλον κατὰ μίαν τοιαύτην πειρατικὴν ἐπιδρομήν του, ὅτε ἐζήτει νὰ πάρη λάφυρα καὶ γυναῖκες μὲ ἕνα Σουλεϊμάν ἢ Φουρναράκην συνάδελφόν του καὶ φίλον του, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν αὐτὴν τύχην. ̓Εκεῖ εἰς τὴν Γραμβούσαν διηγεῖτο ὅτι εἶδε καὶ ἐγνώρισε τὸν πατέρα τοῦ πατρός μου, Μανώλη Γεωργουδάκη ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκ τῶν σημαινόντων προσώπων τὰ ὁποῖα ἔδρασαν ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ ξηρὰν καὶ ὄχι κατὰ θάλασσαν βέβαια.
Τὴν Γραμβοῦσαν ἐχρησιμοποίουν ὁμοίως καὶ ὡς τόπον ἐκτελέσεως τῶν Τούρκων, ἐκείνων οἱ δὲ ποῖοι ἦσαν ἄγριοι καὶ ἐτυράννουν ἤ ἔσφαζαν τοὺς Χριστιανούς. Θὰ ἀναφέρω δι ̓ ὀλίγων μίαν τοιαύτην ἐκτέλεσιν. Ὑπῆρχεν εἰς τὸ Ρέθυμνον Τοῦρκος, φοβερός, ὁ ὁποῖος εἶχε σφάξει πολλὰς οἰκογενείας, εἶχεν αἰχμαλωτίσει πολλὰς παρθένους καὶ εἶχεν ἐξισλαμίσει πολλὰ παιδιά. Οἱ ἐν Γραμβούση λοιπὸν ἀπεφάσισαν νὰ μεταβοῦν ἐκεῖ, νὰ συλλάβουν αὐτὸν καὶ νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν νησίδα πρὸς ἐκτέλεσιν. Ερριψαν κλήρους, καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσεν εἰς τοὺς Νικηφοροαναγνώστην, Μανουσάκην καὶ Βορινόν. Οἱ τρεῖς ἀνεχώρησαν. Ἡ ἐνδυμασία των ἦτο τότε ὅπως ἀκριβῶς καὶ τῶν Τούρκων, κόκκινη ζώνη, βράκες, ασπρα ποκάμισα μὲ πλατειές μανίκες, ἄσπρα σαρίκια καὶ τὰ ὅπλα των. Εβάδιζον μόνον ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ τοῦτο, διότι οἱ Τοῦρκοι τὴν νύκτα δὲν ἐκινοῦντο κατ' οὐδένα τρόπον. "Αμα ἔφθασαν εἰς Ρέθυμνον ἐπληρο φορήθησαν τὰ περὶ τοῦ ἀγρίου τούτου Τούρκου, που ἐκατοικοῦσε, ποιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ποῖα τὰ συνήθειά του Ἔμαθον ὅτι κάθε πρωί, νύκτα ἀκομα, βγαίνει ἔξω εἰς ἕνα ἐρείπιον καὶ ἀποπατεῖ, θέτων τὰ ἅρματά του εἰς τὸν τοῖχον καὶ ὅτι ἦτο ἀρι στερός. Ενέδρευσαν καὶ πράγματι τὸν εἶδον καὶ ἐν πῆγεν εἰς τὸ χάλασμα, ἀλλὰ μόλις ετοιμάζετο ὥρμησαν κατ ̓ αὐτοῦ, τὸν συνέλαβον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς χεῖρας καὶ τοῦ ἔφραξαν τὸ στόμα δυνατὰ μὲ τὴν παλάμην καὶ τὸν ἔσυρον ὅπου αὐτοὶ ἤθελον. Τὸν ἔκρυψαν εἰς ἕνα σπίτι, υποχρεώσαντες αὐτὸν διὰ τῆς μαχαίρας, νὰ μὴ φωνάζη καὶ τὴν νύκτα τὸν ἐξεκίνησ σαν διὰ τὸν πρὸς ὅν ὅρον.Σιγὰ σιγά, πάντοτε τὴν νύκταν βαδίζοντες, μετά πολλὰς ἡμέρας ἔφθασαν εἰς τὴν Γραμβούσαν. Ὁ διηγούμενος τὴν ἱστορίαν πάππος μου ἦτο παρών κατὰ τὴν ἄφιξίν των. Συνηθροίσθησαν ὅλα τὰ καπετανᾶτα καὶ διὰ τουφεκιοβολισμῶν ἐχαιρέτισαν τὴν ἄφιξιν τῶν ἀπεσταλμένων καπεταναίων, μὲ τὴν πολύτιμον λείαν των. Τότε λέγει, τὴν ἔδεσαν με δύο χονδρὰ σχοινιά, τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν δεξιὰν καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀριστερὴν πλευρὰν καὶ τὸν ἔδεσαν εἰς μίαν πλατείαν, μὲ τεντωμένα τὰ σχοινιά.Ένας τελάλης, Εὐαγγελινός καλούμενος, ἐκήρυξεν διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ξύλο ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ χορήγησις εἰς αὐτὸν τροφῆς καὶ ὕδατος. Τὸ μέτρον ἦτο ἀπάνθρωπον. Εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν τὸν ἀφῆκαν ἐπὶ 7-8 ἡμέρας ἐν μέσω τῶν καυστικῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου καὶ ὁ ἄνθρωπος περιῆλθεν εἰς μανίαν. Ο πάππος μου λέγει ὅτι τὰ παιδιά, τοῦ ἐπέταξαν ἀνθρώπινα κόπρανα καὶ ἐκεῖνος τά ἥρπασε καὶ τὰ κατεβρόχθισε, διότι τὰ χέρια του ἦσαν ἐλεύθερα ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνας καὶ κάτω. Επειτα τὸν πῆραν 10 ἄνδρες ἀπὸ τὸ ἕνα σχοινί, 10 ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ τεντώνοντας αὐτὰ ἐβάδιζον ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς ἕνα τρομερὸν κρημνόν, τὸν ὁποῖον γνωρίζουν οἱ ἐπισκε φθέντες τὴν νησίδα. Όλοι μαζὶ καὶ οἱ 20 ἄνδρες, ταλαντεύσαντες αὐτὸν 2-3 φορὰς τὸν ἐπέταξαν μὲ · μεγάλην δύναμιν πρὸς τὰ κάτω, μαζὶ μὲ τὰ σχοινιά καὶ οὕτω εὗρεν τὸν θάνατον κάτω, ἀπὸ τὴν ἄγριεμένην θάλασσαν.
ΓΡΗΓ. ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΙΣ Ίατρος(Απὸ τὴν ἀνέκδοτο Αυτοβιογραφία μου