Η συνεισφορά των Κρητών στον
Βορειοηπειρωτικό Αγώνα
Με αφορμή την 94η Επέτειο της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου
Με αφορμή την 94η Επέτειο της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου
Γράφει: Νίκος Υφαντής
Ο κ. Νίκος Τσουρουνάκης,
κρητικής καταγωγής, από τα Περιβόλια του Δήμου Χανίων, εγκατεστημένος από το
1961 στη Λευκωσία της Κύπρου, μου έστειλε ορισμένα στοιχεία που αφορούν τη
συμμετοχή της Κρήτης και των αγωνιστών της στους απελευθερωτικούς αγώνες του
Έθνους, καθώς και τη συνεισφορά εθελοντικών κρητικών σωμάτων στην απελευθέρωση
της Ηπείρου. Όπως γράφει ο ίδιος τα στοιχεία αυτά αποτελούν «ένα μικρό δείγμα
των αγώνων της Κρήτης για την ελευθερία της Αδελφής Ηπείρου».
Τα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται σε ένα άρθρο του Σήφη Αναγνωστάκη στο περιοδικό «Κρήτη» (Πρωτοχρονιά 1961) με τίτλο: «Αγώνες των Κρητών έξω από την Κρήτη». Γράφει ο Σήφης Αναγνωστάκης για τη συνεισφορά των Κρητών στους αγώνες του Έθνους: «Δια τους εθελοντικούς αγώνας των Κρητών, εκτός της Μεγαλονήσου, καθ’ ους οι μαχηταί έπραξαν κάτι περισσότερον απ’ ό,τι η φαντασία δύναται να απαιτήσει και καθ’ ούς με αυταπάρνησιν, αγάπην και αφοσίωσιν, κατήλθον εις τους ευγενείς υπέρ του Έθνους αγώνας, όταν το κράτος αδυνατούσεν εκ των περιστάσεων ή εξ αδηρίτου ανάγκης, εκωλύετο να δώση το παρόν, με δέος ιερόν θα ασχοληθώμεν».
Η συμμετοχή των Κρητών στη Σάμο το 1821 τον απασχολεί: «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, γράφει, και υψώθηκε το λάβαρο της Επαναστάσεως εις την Αγίαν Λαύραν, οι ξενιτεμένοι Κρητικοί, ως οι “Απόστολοι εκ Περάτων”, παράτησαν τα πάντα και με σύντροφο το ντουφέκι, πήραν το δρόμο για την επαναστατημένη πατρίδα». Αργότερα Κρήτες συμμετείχαν στην επανάσταση της Σάμου το 1912, στην οποία «εκ των Κρητών έλαβον μέρος περιορισμένος αριθμός καπετανέων και ανδρών και κατά την μεγάλην μάχην του στενού της Μυκάλης – Μουλά Μπραήμη – δύο Κρήτες οπλαρχηγοί ετραυματίσθησαν βαρύτατα, ο Γεώργιος Αναγνωστάκης και ο Γιάννης Μανωλές, στενοί συγγενείς εκ Σφακίων».
Το 1913 οι Κρήτες συνέβαλαν στην απελευθέρωση του Καστελλορίζου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε τη γνώμη ότι δεν ήταν καιρός να καταληφθεί το Καστελλόριζο κατά τις επιχειρήσεις του 1912 εναντίον της Τουρκίας, γιατί ο ελληνικός στόλος περιπολούσε μπροστά από τα Δαρδανέλια. Όταν ο πρωθυπουργός τον Δεκέμβριο του 1912 συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, Επιτροπή Καστελλοριζίων επισκέφτηκε τον Υπουργό των Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά, ελπίζοντας να τον επηρεάσουν να συναινέσει στην κατάληψη της Πατρίδας τους, αλλά έλαβαν αρνητική απάντηση.
Η επιτροπή αποφάσισε να επισκεφτεί τον Ίωνα Δραγούμη, Τμηματάρχη του υπουργείου Εξωτερικών. «Ο μεγάλος εκείνος πατριώτης», γράφει ο Σήφης Αναγνωστάκης «γνωστός και από την εξαιρετικήν δράσιν του κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα 1903-1908, εδέχθη με συγκίνησιν την Επιτροπήν και υπεσχέθη να τους βοηθήση. Προς τούτο εκάλεσε τεσσαράκοντα τέσσαρας Κρήτας αγωνιστάς του Μακεδονικού αγώνος και υπό αρχηγόν τον Εμμανουήλ Δασκαλάκην και οπλαρχηγούς τον Γεώργιον Ν. Κοπασάκην και Ιωάννην Μ. Σεϊμένην, τους εξώπλισε και τους απέστειλε και κατέλαβαν το Καστελλόριζον, την 28 Φεβρουαρίου 1913».
Στη συνέχεια γράφει για τη ναυμαχία του Καφηρέως του 1790 και τη σύγκρουση του ελληνικού στολίσκου υπό τον Λάμπρο Κατσώνη με τον τουρκικό στόλο. Στη ναυμαχία αυτή πολλοί Κρητικοί έχασαν τη ζωή τους. «Ο απολογισμός της ναυμαχίας του Καφηρέως», θα γράψει ο Σήφης Αναγνωστάκης, «απέδειξεν δια μεν τα ελληνικά πλοία απωλείας 650 ανδρών, εκ δε των Τούρκων υπερτρισχίλιων ανδρών. Αλλ’ η δόξα ήν απέφερε εις το ελληνικόν ναυτικόν η ναυμαχία του Καφηρέως παραμένει αιωνία».
Εκτενέστερα αναφέρεται στο άρθρο του ο Σήφης Αναγνωστάκης στη συμμετοχή εθελοντικών Κρητικών Σωμάτων στον επαναστατικό αγώνα των Βορειοηπειρωτών του 1914.
Τα κρητικά σώματα με αρχηγό τον Σήφη Αναγνωστάκη πολέμησαν στην περιοχή του Λεσκοβικίου και της Κολώνιας και θριάμβευσαν. Ο υπουργός των Στρατιωτικών της Αυτόνομης Πολιτείας της Ηπείρου Δημ. Δούλης διεκήρυξε ότι «τα εθελοντικά σώματα των Κρητών εις τον τομέα Λεσκοβικίου - Κολώνιας έσωσαν την κατάστασιν και συνέβαλαν εις τον θρίαμβον των Ηπειρωτικών όπλων κατά τον επικόν αγώνα του 1914».
Λόγω του ειδικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το άρθρο για τον αγώνα που διεξήγαγον οι Βορειοηπειρώτες το 1914 το παραθέτουμε αυτούσιο:
«ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΟΡΕΙΟΝ ΗΠΕΙΡΟΝ ΤΟ 1914
Κατά τον Βορειοηπειρωτικόν αγώνα οι Κρητικοί εκ των πρώτων απήντησαν εις το κήρυγμα της επαναστατημένης Β. Ηπείρου. Εις ολόκληρον την μεγαλόνησον ήρχισαν να παρασκευάζωνται εθελοντικά σώματα δια την ενίσχυσιν της Επαναστάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 1914.
Πρώτον σώμα, με 220 Κρητικούς, απεβιβάσθη, μέσα Μαρτίου 1914, εις θέσιν “Μπίβαρι”, παρά τους Αγίους Σαράντα, με γενικόν αρχηγόν τον Βουλευτήν Σήφην Αναγνωστάκην και αρχηγούς τους Στυλιανόν Κριαράν, Γεώργιον Αναγνωστάκην, Γρηγόρη Παπαδάκην, Στρατή Κούνδουρον και Παύλον Δασκαλάκην.
Μετ’ ολίγας ημέρας, την 25ην Μαρτίου, έφθασαν νέαι ενισχύσεις, 160 Κρητικοί, με αρχηγούς τους Παναγιώτη Γερογιάννη, Νικόλαον Μαναρώλη, Μαντάν, Εμμανουήλ Ποντικάκην, Μπίρη, Κωνσταντούλην και Πατρικαλάκην. Την 9 Απριλίου έφθασαν εις Σαγιάδα και άλλαι ενισχύσεις, 120 Κρητικοί, με οπλαρχηγούς τους Μανούσο Παπίλαρη, Γρηγ. Νικηφοράκη, Κατσιά, Πωλογεώργη, Γ. Μελαδάκη, Μιχαήλ Καπετανάκη, Δ. Ζουριδιανόν ή Χατζιδάκη, Αναστάσιον Χομπίτη, Γ. Πετροπουλάκην και τον οπλαρχηγόν ιερομόναχον εκ της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Διονύσιον Ψαρρουδάκην.
Πάντες ούτοι, υπό γενικόν αρχηγόν τον Σήφην Αναγνωστάκην ετοποθέτησαν εις το Λεσκοβίκι.
Αι πολεμικαί επιχειρήσεις δεν εβράδυναν. Την 12ην Απριλίου, τα Κρητικά σώματα διετάχθησαν και κατέλαβον την Γερμένην, αλλ’ εδέχθησαν σφοδράν επίθεσιν των Αλβανών της Αρίζης και του Σιάλεσι ότε αντεπιτεθέντες, κατέλαβον την Άριζα. Δια την κατάληψιν της Αρίζης, μολονότι εβελτιώθησαν αι θέσεις των αυτονομικών, διότι επήλθεν επαφή των Κρητών με τας αυτονομικάς δυνάμεις του Βαριτσομπάνι, ο στρατιωτικός διοικητής Λεσκοβικίου, αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος Γκιούζης, με τα συγχαρητήριά του δια την νίκην, παρετήρησε τον αρχηγόν των Κρητών, ότι ενήργησε καθ’ υπέρβασιν των διαταγών του και του εδήλωσεν ότι “οιαδήποτε αυτόβουλος ενέργεια, πέραν των διαταγών της κυβερνήσεως, ουδεμιάς θα τυγχάνη εις το μέλλον ενισχύσεως και θα στηρίζεσθε επί των δυνάμεων που διέθετε και των φυσιγγίων που έχετε”.
Ο Αναγνωστάκης εδικαιολογήθη, ότι δεν ενήργησεν επίθεσιν εναντίν της Αρίζης, αλλ’ αντεπίθεσιν εναντίον των Αλβανών και κατέλαβε την Άριζαν όταν ο εχθρός, ηττηθείς, ηναγκάσθη να τον εγκαταλείψη. Παρεκάλεσε δε τον Στρατιωτικόν Διοικητήν και επέμενε να του επιτρέψη επίθεσιν εναντίον του Σάλεσι. Κατόπιν συνεννοήσεως μετά της Κυβερνήσεως, ο Στρατιωτικός Διοικητής αείμνηστος Γκιούζης, επέτρεψε την εναντίον του Σάλεσι επίθεσιν, υπό τον όρον, όπως εάν κατελαμβάνετο, να παραμείνον τα Κρητικά σώματα εις Σάλεσι. Και δια να μην επαναληφθή το προηγούμενον της Αρίζης, ο Αναγνωστάκης έδωκε τον λόγον του, ότι δεν θα προχώρει πέραν του Σάλεσι, ως εμφαίνεται εκ της κατωτέρω επιστολής του Στρ. Διοικητού Γκιούζη προς τον αρχηγόν των Κρητών:
Κύριε Αναγνωστάκη,
Κατόπιν του λόγου της τιμής, όν μοί εδώσατε, ότι δεν θα προχωρήσετε πέραν του Σάλεσι, στέλλω το πυροβόλον, ίνα σας βοηθήση εις εκτόπισιν του εχθρού, έχων την βεβαιότητα, ότι σεις και οι υφ’ υμάς άνδρες θα σεβαθήτε τον όν μοί έδωκας λόγον.Η επίθεσις εναντίον του Σάλεσι ωρίσθη δια την πρωΐαν της 17 Απριλίου1914. Τη νύχτα της 16 προς την 17 Απριλίου, ο Γενικός Αρχηγός Σ. Αναγνωστάκης διέταξε τα σώματα Γ. Αναγνωστάκη, Στυλ. Κριαρά και Μ. Παπίλαρη με 180 άνδρες και κατέλαβον, έρποντα, τα δασώδη πρανή του χωρίου Σάλεσι, χωρίς να έλθουν εις επαφήν με τους εις απόστασιν μόνον 500 μέτρων ωχυρωμένους Αλβανούς.
Την 3ην πρωινήν της 17 Απριλίου εδόθη το σύνθημα της μάχης με δύο κανονιές και αμέσως άναψε το τουφεκίδι και από τας δύο παρατάξεις. Αμύνονται γενναιότατα οι Αρβανίτες, αλλά, παρά την αντίστασίν των, την 11ην ώραν εδόθη διαταγή να εξορμήσουν οι άνδρες των σωμάτων Κριαρά, Αναγνωστάκη και Παπίλαρη, και αμέσως ερρίφθησαν εναντίον των θέσεων των Αλβανών 180 Κρητικά παλληκάρια και σε μισή ώρα σαρώνουν τας θέσεις των Αλβανών και παρά την πείσμονα αντίστασίν των, καταλαμβάνουν τας θέσεις των και η γαλανόλευκη με τον δικέφαλον αετό κυματίζει εκεί που προ ολίγης ώρας ήτο η Αλβανική. Μάταια αγωνίζεται ο Αρχηγός των Αλβανών Μουχεντίν Μπέης Προντάνης, από τα ακραία σπίτια του Σάλεσι, να συγκρατήση τους ηρωικούς Κρήτας, και παρά την ηρωικήν και πείσμονα άμυνάν του, περιεκυκλώθη και αιχμαλωτίσθη. Μετά δε την αιχμαλωσίαν του, οι Αλβανοί αφήνουν 15 νεκρούς επί τόπου, παίρνουν μαζί των άλλους τόσους τραυματίας και υποχωρούν. Η μάχη ευρίσκεται εν εξελίξει επί όλης της γραμμής Άριζα – Λέσνια – Ραδεμίστι – Σγουραλέτσι, με καταφανή την υπεροχήν των Κρητών. Παρ’ όλην την πείσμονα και γενναίαν αντίστασιν των Αλβανών, οι Αλβανοί εκτοπίζονται αλληλοδιαδόχως από τα οχυρά των. Τα διάφορα τμήματά των, μετά την αιχμαλωσίαν του αρχηγού των, δεν έχουν συντονισμόν αμύνης, άλλα ούτε αλληλοβοηθούνται και περιορίζονται εις αυτοάμυναν, ώστε το έν μετά το άλλο αποδεκατίζονται ή και εξοντώνονται και τελικώς πανικόβλητα τρέπονται εις άτακτον φυγήν.
Ο Γενικός Αρχηγός των Κρητών, δια να μη δώση καιρόν εις τους Αλβανούς να ανασυνταχθούν, έγραψεν επειγόντως εις την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Λασκοβικίου ότι: «Επήλθε πλήρης εξάρθρωσις της αμύνης των Αλβανών και θα είναι έγκλημα να μη επωφεληθώμεν της νίκης, και παρά τας διαταγάς της Σεβαστής Κυβερνήσεως και τα συμπεφωνημένα, συνεχίζω την καταδίωξιν του πανικοβλήτου εχθρού, αναλαμβάνων ολόκληρον την ευθύνην».
Την επομένην 19 Απριλίου, κατελήφθη η Ερσέκα και εκεί ελήφθη ημερησία διαταγή της στρατιωτικής Διοικήσεως Λεσκοβικίου, δι’ ής εξεφράζοντο «τα συγχαρητήριά της, δια την εκτόπισιν του εχθρού εκ των οχυρών θέσεων, ας ούτος κατείχε» και συγχρόνως ανετίθετο η στρατιωτική διοίκησις του αυτονομικού Στρατού, της γραμμής των πρόσω, εις τον Γενικόν Αρχηγόν των Κρητών Σήφην Αναγνωστάκην.
Την 20ην Απριλίου διατάσσεται νέα εξόρμησις και καταλαμβάνονται το Γκοστιβίτσι, η Σελινίτσα, το Κινόμι, η Μπέζιανι και η Μπούτκα, η πατρίδα του αιμοβόρου ληστάρχου και καταστροφέως της Μοσχοπόλεως, Σαλή Μπούτκα, κατόπιν αιματηρών μαχών.
Αρχίζουν να σπανίζουν τα πυρομαχικά και μάταια, ο Αναγνωστάκης, ζητεί από τον στρατιωτικόν Διοικητήν Λιασκοβικίου, ενισχύσεις και πυρομαχικά. Πέντε ημερονύκτια μάχονται τα Κρητικά σώματα, αβοήθητα από τα άλλα εθελοντικά τμήματα που ευρίσκονται περί το Δρεβεμίστι, την Πέστανη και το Κοβατσίστι.
Την 24ην Απριλίου 1914 τα Κρητικά σώματα, μαχόμενα, εισέρχονται εις τα άγρια στενά του Κριάρι, ανακόπτεται όμως η προέλασίς των από διπλασίους Αλβανούς, ενισχυθέντας με 400 χωροφύλακας υπό Ολλανδούς αξιωματικούς, οι οποίοι κατώρθωσαν να απωθήσουν τους ημετέρους. «Εκεί επάνω, γράφει ο δημοσιογράφος Σπ. Λαμπρίδης, εις τα απρόσιτα φαράγγια της εισόδου των στενών του Κριάρι, συνάπτεται μια από τις φονικώτερες μάχες του Ηπειρωτικού αγώνος. Ο Αναγνωστάκης παίρνει στα χέρια την σημαία του Σώματος και αντεπιτίθεται μαζί, με ολόκληρον την εφεδρεία και με τους αρχηγούς Μανούσο Παπίλαρη, Παύλο Δασκαλάκη, Γεώργη Αναγνωστάκη και Στυλ. Κριαρά, κατά των επερχομένων με αλλαλαγμούς αλβανικών ορδών. Πολεμούν παλληκαρίσια οι Κρητικοί και δεκατίζουν τους αγρίους Αλβανούς από τα Βακουφοχώρια και την Οστροβίτσα. Πίπτουν όμως την 23ην Απριλίου εις την μάχην Σελινιτσα – Μπούτκα οι θρυλικοί ήρωες Νίκος Μαναρώλης, Μακεδονομάχος αρχηγός και το αγγελόμορφο αρχοντόπουλο των Σφακίων ο Χαράλαμπος Δασκαλογιάννης, φοιτητής, ανεψιός του Αρχηγού Αναγνωστάκη, απόγονος του Δασκαλογιάννη, του Αρχηγού της Επαναστάσεως του 1770 και εκ μητρός δισέγγονος του ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας Καρατζά. Εις την αιματηράν μάχην παρά τα Στάρια και την Στίκαν την 23ην Απριλίου, έπεσαν και ο ηρωϊκός αρχηγός Γεώργιος Σκορδίλης, ο υπαρχηγός Γρηγ. Νικηφοράκης και οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Παπίλαρης, Παπαδάκης, Μ. Παντουβάς και Λεοντιάδης. Ετραυματίσθησαν οι οπλαρχηγοί Μαντυλαράς, Αντων. Αλευράκης, ο αρχηγός καπετάν Μανούσος Κάπρης και Β. Ηπειρώτης ιατρός Γρηγόριος Κιτσάκης από την Πολίτσανη, και ο υπαρχηγός του σώματος Γ. Αναγνωστάκης, Ρούσος Πωλογεώργης, βραδύτερον υποκύψας εις τα τραύματά του. Εφονεύθησαν 2 έτι εκ Σελίνου, ο Ι. Καβρός εξ Αμαρίου και ετραυματίσθησαν ο Εμμ. Μαντωνάκης και Ε. Φαλκωνάκης. Αλλά και αι απώλειαι των Αλβανών είναι πολύ βαρύτεραι και παρά τας ενισχύσεις που τους έρχονται, το ηθικόν των δεν αναπτερώνεται και ο πανικός εις τους πληθυσμούς που φεύγουν προς την Κορυτσά, αναγκάζει την Αλβανικήν Κυβέρνησιν να ζητήση την 2αν Απριλίου, διά της διεθνούς Επιτροπής, ανακωχήν, την οποίαν η Κυβέρνησις του Αργυροκάστρου απεδέχθη, και δι’ επειγόντος τηλεγραφήματος, διετάχθη η παύσις του πυρός εις όλα τα μέτωπα.
Ηκολούθησεν η σύσκεψις της Κερκύρας και υπογραφή πρωτοκόλλου, υπογραφέντος την 17ην Μαΐου 1914, δι’ ού ανεγνωρίζεται η Βόρειος Ήπειρος Αυτόνομος.
Ο Κωνσταντίνος Ρέντης, αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν Αργυροκάστρω το 1914, γράφει: «Τέλος Οι Αλβανοί ηττήθησαν εις τον καζάν της Κολώνιας (Ερσέκα) και ηναγκάσθησαν να ζητήσουν ανακωχήν κ.λπ.» (Λεξικόν Ελευθερουδάκη Τ.Α.’ σελ. 710).
Ο δε υπουργός των Στρατιωτικών της Β. Ηπείρου αείμνηστος Δ. Δούλης διεκήρυξεν ότι «τα εθελοντικά σώματα των Κρητών εις τον τομέα Λεσκοβικίου – Κολώνιας, έσωσαν την κατάσταση, και συνέβαλαν εις τον θρίαμβον των Ηπειρωτικών όπλων κατά τον επικόν απελυθερωτικόν αγώνα του 1914 και ηνάγκασαν τους Αλβανούς να ζητήσουν ανακωχήν ήν ηκολούθησε το πρωτοκολλον της Κερκύρας με αναγνώρισιν της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου (Εφημ. Β. Ηπειρωτικός Αγών αριθμ. φ.2, Αθήναι 1 Ιουνίου 1957, δημοσίευσις Σπ. Λαμπρίδου δημοσιογράφου με τίτλον «Η μάχη των Κρητών εις το Σάλεσι Κολώνιας»).
Και ο ανταποκριτής της εφημερίδος «Εμπρός» έγκριτος δημοσιογράφος και αγωνιστής διοικητής λόχου, πλέκων το εγκόμιον των Κρητών, γράφει, ότι «δικαίως η μάχη του Σάλεσι ωνομάσθη «μάχη των Κρητών» (Εφημ. «Β. Ηπειρωτικός Αγών», ένθ’ ανωτέρω). Κατά το διάστημα της ανακωχής εδόθη καιρός εις την στρατιωτικήν διοίκησιν Κορυτσάς, την οποίαν από των αρχών Απριλίου ανέλαβεν ο Γ. Τσόντος, ο θρυλικός Καπετάν Βάρδας, να ενισχύση τον τομέα με προσχωρήσεις εις τον αγώνα πολλών νέων εθελοντών εκ Κρήτης και από τα άλλα τμήματα της Ελευθέρας Ελλάδος. Εις το στρατόπεδον του θρυλικού Καπετάν Βάρδα συγκεντρώθησαν δοξασμένοι μακεδονομάχοι και αρχηγοί των αγώνων 1912-13, οι Ιωάννης Καραβίτης, Βασίλειος Ξήρουχας, Μιχάλης Τσόντος, Ιωάννης Βρανάς, Παύλος Γύπαρης, Ιωάννης Τσόντος, Παύλος Πάτερος, Κ. Παπαδόκωστας, Ν. Καραβάρης, Μανώλης και Νικόλαος Μίγκλης, Ιωάννης Κελαϊδής, οι αδελφοί Γεώργης, Μανώλης και Σπύρος Σπυριδογιαννάκης, Ι. Μενεγάκης, Μανώλης Κουρκούτης, Ρούσος Βουρδουμπάς, Μιχ. Μελαδάκης, Ε. Γεωργακάκης, Ανδρ. Γύπαρης, Φρ. Μανουσάκης, Αντ. Τωράκης, Μυλωνάκης, Ι. Ζαχαράκης, Νικ. Ψαρρός και Νικ. Γεωργακάκης. Κατά το διάστημα της ανακωχής, επεισόδια σποραδικά και μικροσυμπλοκαί ελάμβανον χώραν μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων χωρίς να είναι δυνατόν να αποφευχθούν και διαδοχικώς κατελήφθησαν επίκαιροι θέσεις, αποσκοπούσαι να βοηθήσουν την εναντίον της Κορυτσάς επίθεσιν.
Την 20ήν Ιουνίου αι Μ. Δυνάμεις ανεκοίνωσαν εις την Κυβέρνησιν του Αργυροκάστρου ότι εγκρίνουν το Πρωτόκολλον της Κερκύρας. Και ο Βάρδας, δια να μη μείνη εκτός της Αυτονομουμένης Ηπείρου, η Κορυτσά ενήργησε την εναντίον της πόλεως επίθεσιν και την 8ην πρωινήν της 24 Ιουνίου τον κατέλαβεν εξ εφόδου. Υπό τους χαρμοσύνους κώδωνας των εκκλησιών και τας ζητοκραυγάς των κατοίκων υψώθη η κυανόλευκος με τον δικέφαλον αετόν της Αυτον. Β. Ηπείρου και έληξεν ικανοποιητικώς ο ένδοξος αγών.
Λιασκοβίκειον 14 Απριλίου 1914
Ο Διοικητής
(Τ.Σ.)
Α. ΓΚΙΟΥΖΗΣ
Τα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται σε ένα άρθρο του Σήφη Αναγνωστάκη στο περιοδικό «Κρήτη» (Πρωτοχρονιά 1961) με τίτλο: «Αγώνες των Κρητών έξω από την Κρήτη». Γράφει ο Σήφης Αναγνωστάκης για τη συνεισφορά των Κρητών στους αγώνες του Έθνους: «Δια τους εθελοντικούς αγώνας των Κρητών, εκτός της Μεγαλονήσου, καθ’ ους οι μαχηταί έπραξαν κάτι περισσότερον απ’ ό,τι η φαντασία δύναται να απαιτήσει και καθ’ ούς με αυταπάρνησιν, αγάπην και αφοσίωσιν, κατήλθον εις τους ευγενείς υπέρ του Έθνους αγώνας, όταν το κράτος αδυνατούσεν εκ των περιστάσεων ή εξ αδηρίτου ανάγκης, εκωλύετο να δώση το παρόν, με δέος ιερόν θα ασχοληθώμεν».
Η συμμετοχή των Κρητών στη Σάμο το 1821 τον απασχολεί: «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, γράφει, και υψώθηκε το λάβαρο της Επαναστάσεως εις την Αγίαν Λαύραν, οι ξενιτεμένοι Κρητικοί, ως οι “Απόστολοι εκ Περάτων”, παράτησαν τα πάντα και με σύντροφο το ντουφέκι, πήραν το δρόμο για την επαναστατημένη πατρίδα». Αργότερα Κρήτες συμμετείχαν στην επανάσταση της Σάμου το 1912, στην οποία «εκ των Κρητών έλαβον μέρος περιορισμένος αριθμός καπετανέων και ανδρών και κατά την μεγάλην μάχην του στενού της Μυκάλης – Μουλά Μπραήμη – δύο Κρήτες οπλαρχηγοί ετραυματίσθησαν βαρύτατα, ο Γεώργιος Αναγνωστάκης και ο Γιάννης Μανωλές, στενοί συγγενείς εκ Σφακίων».
Το 1913 οι Κρήτες συνέβαλαν στην απελευθέρωση του Καστελλορίζου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε τη γνώμη ότι δεν ήταν καιρός να καταληφθεί το Καστελλόριζο κατά τις επιχειρήσεις του 1912 εναντίον της Τουρκίας, γιατί ο ελληνικός στόλος περιπολούσε μπροστά από τα Δαρδανέλια. Όταν ο πρωθυπουργός τον Δεκέμβριο του 1912 συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, Επιτροπή Καστελλοριζίων επισκέφτηκε τον Υπουργό των Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά, ελπίζοντας να τον επηρεάσουν να συναινέσει στην κατάληψη της Πατρίδας τους, αλλά έλαβαν αρνητική απάντηση.
Η επιτροπή αποφάσισε να επισκεφτεί τον Ίωνα Δραγούμη, Τμηματάρχη του υπουργείου Εξωτερικών. «Ο μεγάλος εκείνος πατριώτης», γράφει ο Σήφης Αναγνωστάκης «γνωστός και από την εξαιρετικήν δράσιν του κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα 1903-1908, εδέχθη με συγκίνησιν την Επιτροπήν και υπεσχέθη να τους βοηθήση. Προς τούτο εκάλεσε τεσσαράκοντα τέσσαρας Κρήτας αγωνιστάς του Μακεδονικού αγώνος και υπό αρχηγόν τον Εμμανουήλ Δασκαλάκην και οπλαρχηγούς τον Γεώργιον Ν. Κοπασάκην και Ιωάννην Μ. Σεϊμένην, τους εξώπλισε και τους απέστειλε και κατέλαβαν το Καστελλόριζον, την 28 Φεβρουαρίου 1913».
Στη συνέχεια γράφει για τη ναυμαχία του Καφηρέως του 1790 και τη σύγκρουση του ελληνικού στολίσκου υπό τον Λάμπρο Κατσώνη με τον τουρκικό στόλο. Στη ναυμαχία αυτή πολλοί Κρητικοί έχασαν τη ζωή τους. «Ο απολογισμός της ναυμαχίας του Καφηρέως», θα γράψει ο Σήφης Αναγνωστάκης, «απέδειξεν δια μεν τα ελληνικά πλοία απωλείας 650 ανδρών, εκ δε των Τούρκων υπερτρισχίλιων ανδρών. Αλλ’ η δόξα ήν απέφερε εις το ελληνικόν ναυτικόν η ναυμαχία του Καφηρέως παραμένει αιωνία».
Εκτενέστερα αναφέρεται στο άρθρο του ο Σήφης Αναγνωστάκης στη συμμετοχή εθελοντικών Κρητικών Σωμάτων στον επαναστατικό αγώνα των Βορειοηπειρωτών του 1914.
Τα κρητικά σώματα με αρχηγό τον Σήφη Αναγνωστάκη πολέμησαν στην περιοχή του Λεσκοβικίου και της Κολώνιας και θριάμβευσαν. Ο υπουργός των Στρατιωτικών της Αυτόνομης Πολιτείας της Ηπείρου Δημ. Δούλης διεκήρυξε ότι «τα εθελοντικά σώματα των Κρητών εις τον τομέα Λεσκοβικίου - Κολώνιας έσωσαν την κατάστασιν και συνέβαλαν εις τον θρίαμβον των Ηπειρωτικών όπλων κατά τον επικόν αγώνα του 1914».
Λόγω του ειδικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το άρθρο για τον αγώνα που διεξήγαγον οι Βορειοηπειρώτες το 1914 το παραθέτουμε αυτούσιο:
«ΕΙΣ ΤΗΝ ΒΟΡΕΙΟΝ ΗΠΕΙΡΟΝ ΤΟ 1914
Κατά τον Βορειοηπειρωτικόν αγώνα οι Κρητικοί εκ των πρώτων απήντησαν εις το κήρυγμα της επαναστατημένης Β. Ηπείρου. Εις ολόκληρον την μεγαλόνησον ήρχισαν να παρασκευάζωνται εθελοντικά σώματα δια την ενίσχυσιν της Επαναστάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 1914.
Πρώτον σώμα, με 220 Κρητικούς, απεβιβάσθη, μέσα Μαρτίου 1914, εις θέσιν “Μπίβαρι”, παρά τους Αγίους Σαράντα, με γενικόν αρχηγόν τον Βουλευτήν Σήφην Αναγνωστάκην και αρχηγούς τους Στυλιανόν Κριαράν, Γεώργιον Αναγνωστάκην, Γρηγόρη Παπαδάκην, Στρατή Κούνδουρον και Παύλον Δασκαλάκην.
Μετ’ ολίγας ημέρας, την 25ην Μαρτίου, έφθασαν νέαι ενισχύσεις, 160 Κρητικοί, με αρχηγούς τους Παναγιώτη Γερογιάννη, Νικόλαον Μαναρώλη, Μαντάν, Εμμανουήλ Ποντικάκην, Μπίρη, Κωνσταντούλην και Πατρικαλάκην. Την 9 Απριλίου έφθασαν εις Σαγιάδα και άλλαι ενισχύσεις, 120 Κρητικοί, με οπλαρχηγούς τους Μανούσο Παπίλαρη, Γρηγ. Νικηφοράκη, Κατσιά, Πωλογεώργη, Γ. Μελαδάκη, Μιχαήλ Καπετανάκη, Δ. Ζουριδιανόν ή Χατζιδάκη, Αναστάσιον Χομπίτη, Γ. Πετροπουλάκην και τον οπλαρχηγόν ιερομόναχον εκ της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Διονύσιον Ψαρρουδάκην.
Πάντες ούτοι, υπό γενικόν αρχηγόν τον Σήφην Αναγνωστάκην ετοποθέτησαν εις το Λεσκοβίκι.
Αι πολεμικαί επιχειρήσεις δεν εβράδυναν. Την 12ην Απριλίου, τα Κρητικά σώματα διετάχθησαν και κατέλαβον την Γερμένην, αλλ’ εδέχθησαν σφοδράν επίθεσιν των Αλβανών της Αρίζης και του Σιάλεσι ότε αντεπιτεθέντες, κατέλαβον την Άριζα. Δια την κατάληψιν της Αρίζης, μολονότι εβελτιώθησαν αι θέσεις των αυτονομικών, διότι επήλθεν επαφή των Κρητών με τας αυτονομικάς δυνάμεις του Βαριτσομπάνι, ο στρατιωτικός διοικητής Λεσκοβικίου, αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος Γκιούζης, με τα συγχαρητήριά του δια την νίκην, παρετήρησε τον αρχηγόν των Κρητών, ότι ενήργησε καθ’ υπέρβασιν των διαταγών του και του εδήλωσεν ότι “οιαδήποτε αυτόβουλος ενέργεια, πέραν των διαταγών της κυβερνήσεως, ουδεμιάς θα τυγχάνη εις το μέλλον ενισχύσεως και θα στηρίζεσθε επί των δυνάμεων που διέθετε και των φυσιγγίων που έχετε”.
Ο Αναγνωστάκης εδικαιολογήθη, ότι δεν ενήργησεν επίθεσιν εναντίν της Αρίζης, αλλ’ αντεπίθεσιν εναντίον των Αλβανών και κατέλαβε την Άριζαν όταν ο εχθρός, ηττηθείς, ηναγκάσθη να τον εγκαταλείψη. Παρεκάλεσε δε τον Στρατιωτικόν Διοικητήν και επέμενε να του επιτρέψη επίθεσιν εναντίον του Σάλεσι. Κατόπιν συνεννοήσεως μετά της Κυβερνήσεως, ο Στρατιωτικός Διοικητής αείμνηστος Γκιούζης, επέτρεψε την εναντίον του Σάλεσι επίθεσιν, υπό τον όρον, όπως εάν κατελαμβάνετο, να παραμείνον τα Κρητικά σώματα εις Σάλεσι. Και δια να μην επαναληφθή το προηγούμενον της Αρίζης, ο Αναγνωστάκης έδωκε τον λόγον του, ότι δεν θα προχώρει πέραν του Σάλεσι, ως εμφαίνεται εκ της κατωτέρω επιστολής του Στρ. Διοικητού Γκιούζη προς τον αρχηγόν των Κρητών:
Κύριε Αναγνωστάκη,
Κατόπιν του λόγου της τιμής, όν μοί εδώσατε, ότι δεν θα προχωρήσετε πέραν του Σάλεσι, στέλλω το πυροβόλον, ίνα σας βοηθήση εις εκτόπισιν του εχθρού, έχων την βεβαιότητα, ότι σεις και οι υφ’ υμάς άνδρες θα σεβαθήτε τον όν μοί έδωκας λόγον.Η επίθεσις εναντίον του Σάλεσι ωρίσθη δια την πρωΐαν της 17 Απριλίου1914. Τη νύχτα της 16 προς την 17 Απριλίου, ο Γενικός Αρχηγός Σ. Αναγνωστάκης διέταξε τα σώματα Γ. Αναγνωστάκη, Στυλ. Κριαρά και Μ. Παπίλαρη με 180 άνδρες και κατέλαβον, έρποντα, τα δασώδη πρανή του χωρίου Σάλεσι, χωρίς να έλθουν εις επαφήν με τους εις απόστασιν μόνον 500 μέτρων ωχυρωμένους Αλβανούς.
Την 3ην πρωινήν της 17 Απριλίου εδόθη το σύνθημα της μάχης με δύο κανονιές και αμέσως άναψε το τουφεκίδι και από τας δύο παρατάξεις. Αμύνονται γενναιότατα οι Αρβανίτες, αλλά, παρά την αντίστασίν των, την 11ην ώραν εδόθη διαταγή να εξορμήσουν οι άνδρες των σωμάτων Κριαρά, Αναγνωστάκη και Παπίλαρη, και αμέσως ερρίφθησαν εναντίον των θέσεων των Αλβανών 180 Κρητικά παλληκάρια και σε μισή ώρα σαρώνουν τας θέσεις των Αλβανών και παρά την πείσμονα αντίστασίν των, καταλαμβάνουν τας θέσεις των και η γαλανόλευκη με τον δικέφαλον αετό κυματίζει εκεί που προ ολίγης ώρας ήτο η Αλβανική. Μάταια αγωνίζεται ο Αρχηγός των Αλβανών Μουχεντίν Μπέης Προντάνης, από τα ακραία σπίτια του Σάλεσι, να συγκρατήση τους ηρωικούς Κρήτας, και παρά την ηρωικήν και πείσμονα άμυνάν του, περιεκυκλώθη και αιχμαλωτίσθη. Μετά δε την αιχμαλωσίαν του, οι Αλβανοί αφήνουν 15 νεκρούς επί τόπου, παίρνουν μαζί των άλλους τόσους τραυματίας και υποχωρούν. Η μάχη ευρίσκεται εν εξελίξει επί όλης της γραμμής Άριζα – Λέσνια – Ραδεμίστι – Σγουραλέτσι, με καταφανή την υπεροχήν των Κρητών. Παρ’ όλην την πείσμονα και γενναίαν αντίστασιν των Αλβανών, οι Αλβανοί εκτοπίζονται αλληλοδιαδόχως από τα οχυρά των. Τα διάφορα τμήματά των, μετά την αιχμαλωσίαν του αρχηγού των, δεν έχουν συντονισμόν αμύνης, άλλα ούτε αλληλοβοηθούνται και περιορίζονται εις αυτοάμυναν, ώστε το έν μετά το άλλο αποδεκατίζονται ή και εξοντώνονται και τελικώς πανικόβλητα τρέπονται εις άτακτον φυγήν.
Ο Γενικός Αρχηγός των Κρητών, δια να μη δώση καιρόν εις τους Αλβανούς να ανασυνταχθούν, έγραψεν επειγόντως εις την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Λασκοβικίου ότι: «Επήλθε πλήρης εξάρθρωσις της αμύνης των Αλβανών και θα είναι έγκλημα να μη επωφεληθώμεν της νίκης, και παρά τας διαταγάς της Σεβαστής Κυβερνήσεως και τα συμπεφωνημένα, συνεχίζω την καταδίωξιν του πανικοβλήτου εχθρού, αναλαμβάνων ολόκληρον την ευθύνην».
Την επομένην 19 Απριλίου, κατελήφθη η Ερσέκα και εκεί ελήφθη ημερησία διαταγή της στρατιωτικής Διοικήσεως Λεσκοβικίου, δι’ ής εξεφράζοντο «τα συγχαρητήριά της, δια την εκτόπισιν του εχθρού εκ των οχυρών θέσεων, ας ούτος κατείχε» και συγχρόνως ανετίθετο η στρατιωτική διοίκησις του αυτονομικού Στρατού, της γραμμής των πρόσω, εις τον Γενικόν Αρχηγόν των Κρητών Σήφην Αναγνωστάκην.
Την 20ην Απριλίου διατάσσεται νέα εξόρμησις και καταλαμβάνονται το Γκοστιβίτσι, η Σελινίτσα, το Κινόμι, η Μπέζιανι και η Μπούτκα, η πατρίδα του αιμοβόρου ληστάρχου και καταστροφέως της Μοσχοπόλεως, Σαλή Μπούτκα, κατόπιν αιματηρών μαχών.
Αρχίζουν να σπανίζουν τα πυρομαχικά και μάταια, ο Αναγνωστάκης, ζητεί από τον στρατιωτικόν Διοικητήν Λιασκοβικίου, ενισχύσεις και πυρομαχικά. Πέντε ημερονύκτια μάχονται τα Κρητικά σώματα, αβοήθητα από τα άλλα εθελοντικά τμήματα που ευρίσκονται περί το Δρεβεμίστι, την Πέστανη και το Κοβατσίστι.
Την 24ην Απριλίου 1914 τα Κρητικά σώματα, μαχόμενα, εισέρχονται εις τα άγρια στενά του Κριάρι, ανακόπτεται όμως η προέλασίς των από διπλασίους Αλβανούς, ενισχυθέντας με 400 χωροφύλακας υπό Ολλανδούς αξιωματικούς, οι οποίοι κατώρθωσαν να απωθήσουν τους ημετέρους. «Εκεί επάνω, γράφει ο δημοσιογράφος Σπ. Λαμπρίδης, εις τα απρόσιτα φαράγγια της εισόδου των στενών του Κριάρι, συνάπτεται μια από τις φονικώτερες μάχες του Ηπειρωτικού αγώνος. Ο Αναγνωστάκης παίρνει στα χέρια την σημαία του Σώματος και αντεπιτίθεται μαζί, με ολόκληρον την εφεδρεία και με τους αρχηγούς Μανούσο Παπίλαρη, Παύλο Δασκαλάκη, Γεώργη Αναγνωστάκη και Στυλ. Κριαρά, κατά των επερχομένων με αλλαλαγμούς αλβανικών ορδών. Πολεμούν παλληκαρίσια οι Κρητικοί και δεκατίζουν τους αγρίους Αλβανούς από τα Βακουφοχώρια και την Οστροβίτσα. Πίπτουν όμως την 23ην Απριλίου εις την μάχην Σελινιτσα – Μπούτκα οι θρυλικοί ήρωες Νίκος Μαναρώλης, Μακεδονομάχος αρχηγός και το αγγελόμορφο αρχοντόπουλο των Σφακίων ο Χαράλαμπος Δασκαλογιάννης, φοιτητής, ανεψιός του Αρχηγού Αναγνωστάκη, απόγονος του Δασκαλογιάννη, του Αρχηγού της Επαναστάσεως του 1770 και εκ μητρός δισέγγονος του ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας Καρατζά. Εις την αιματηράν μάχην παρά τα Στάρια και την Στίκαν την 23ην Απριλίου, έπεσαν και ο ηρωϊκός αρχηγός Γεώργιος Σκορδίλης, ο υπαρχηγός Γρηγ. Νικηφοράκης και οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Παπίλαρης, Παπαδάκης, Μ. Παντουβάς και Λεοντιάδης. Ετραυματίσθησαν οι οπλαρχηγοί Μαντυλαράς, Αντων. Αλευράκης, ο αρχηγός καπετάν Μανούσος Κάπρης και Β. Ηπειρώτης ιατρός Γρηγόριος Κιτσάκης από την Πολίτσανη, και ο υπαρχηγός του σώματος Γ. Αναγνωστάκης, Ρούσος Πωλογεώργης, βραδύτερον υποκύψας εις τα τραύματά του. Εφονεύθησαν 2 έτι εκ Σελίνου, ο Ι. Καβρός εξ Αμαρίου και ετραυματίσθησαν ο Εμμ. Μαντωνάκης και Ε. Φαλκωνάκης. Αλλά και αι απώλειαι των Αλβανών είναι πολύ βαρύτεραι και παρά τας ενισχύσεις που τους έρχονται, το ηθικόν των δεν αναπτερώνεται και ο πανικός εις τους πληθυσμούς που φεύγουν προς την Κορυτσά, αναγκάζει την Αλβανικήν Κυβέρνησιν να ζητήση την 2αν Απριλίου, διά της διεθνούς Επιτροπής, ανακωχήν, την οποίαν η Κυβέρνησις του Αργυροκάστρου απεδέχθη, και δι’ επειγόντος τηλεγραφήματος, διετάχθη η παύσις του πυρός εις όλα τα μέτωπα.
Ηκολούθησεν η σύσκεψις της Κερκύρας και υπογραφή πρωτοκόλλου, υπογραφέντος την 17ην Μαΐου 1914, δι’ ού ανεγνωρίζεται η Βόρειος Ήπειρος Αυτόνομος.
Ο Κωνσταντίνος Ρέντης, αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως εν Αργυροκάστρω το 1914, γράφει: «Τέλος Οι Αλβανοί ηττήθησαν εις τον καζάν της Κολώνιας (Ερσέκα) και ηναγκάσθησαν να ζητήσουν ανακωχήν κ.λπ.» (Λεξικόν Ελευθερουδάκη Τ.Α.’ σελ. 710).
Ο δε υπουργός των Στρατιωτικών της Β. Ηπείρου αείμνηστος Δ. Δούλης διεκήρυξεν ότι «τα εθελοντικά σώματα των Κρητών εις τον τομέα Λεσκοβικίου – Κολώνιας, έσωσαν την κατάσταση, και συνέβαλαν εις τον θρίαμβον των Ηπειρωτικών όπλων κατά τον επικόν απελυθερωτικόν αγώνα του 1914 και ηνάγκασαν τους Αλβανούς να ζητήσουν ανακωχήν ήν ηκολούθησε το πρωτοκολλον της Κερκύρας με αναγνώρισιν της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου (Εφημ. Β. Ηπειρωτικός Αγών αριθμ. φ.2, Αθήναι 1 Ιουνίου 1957, δημοσίευσις Σπ. Λαμπρίδου δημοσιογράφου με τίτλον «Η μάχη των Κρητών εις το Σάλεσι Κολώνιας»).
Και ο ανταποκριτής της εφημερίδος «Εμπρός» έγκριτος δημοσιογράφος και αγωνιστής διοικητής λόχου, πλέκων το εγκόμιον των Κρητών, γράφει, ότι «δικαίως η μάχη του Σάλεσι ωνομάσθη «μάχη των Κρητών» (Εφημ. «Β. Ηπειρωτικός Αγών», ένθ’ ανωτέρω). Κατά το διάστημα της ανακωχής εδόθη καιρός εις την στρατιωτικήν διοίκησιν Κορυτσάς, την οποίαν από των αρχών Απριλίου ανέλαβεν ο Γ. Τσόντος, ο θρυλικός Καπετάν Βάρδας, να ενισχύση τον τομέα με προσχωρήσεις εις τον αγώνα πολλών νέων εθελοντών εκ Κρήτης και από τα άλλα τμήματα της Ελευθέρας Ελλάδος. Εις το στρατόπεδον του θρυλικού Καπετάν Βάρδα συγκεντρώθησαν δοξασμένοι μακεδονομάχοι και αρχηγοί των αγώνων 1912-13, οι Ιωάννης Καραβίτης, Βασίλειος Ξήρουχας, Μιχάλης Τσόντος, Ιωάννης Βρανάς, Παύλος Γύπαρης, Ιωάννης Τσόντος, Παύλος Πάτερος, Κ. Παπαδόκωστας, Ν. Καραβάρης, Μανώλης και Νικόλαος Μίγκλης, Ιωάννης Κελαϊδής, οι αδελφοί Γεώργης, Μανώλης και Σπύρος Σπυριδογιαννάκης, Ι. Μενεγάκης, Μανώλης Κουρκούτης, Ρούσος Βουρδουμπάς, Μιχ. Μελαδάκης, Ε. Γεωργακάκης, Ανδρ. Γύπαρης, Φρ. Μανουσάκης, Αντ. Τωράκης, Μυλωνάκης, Ι. Ζαχαράκης, Νικ. Ψαρρός και Νικ. Γεωργακάκης. Κατά το διάστημα της ανακωχής, επεισόδια σποραδικά και μικροσυμπλοκαί ελάμβανον χώραν μεταξύ των αντιπάλων δυνάμεων χωρίς να είναι δυνατόν να αποφευχθούν και διαδοχικώς κατελήφθησαν επίκαιροι θέσεις, αποσκοπούσαι να βοηθήσουν την εναντίον της Κορυτσάς επίθεσιν.
Την 20ήν Ιουνίου αι Μ. Δυνάμεις ανεκοίνωσαν εις την Κυβέρνησιν του Αργυροκάστρου ότι εγκρίνουν το Πρωτόκολλον της Κερκύρας. Και ο Βάρδας, δια να μη μείνη εκτός της Αυτονομουμένης Ηπείρου, η Κορυτσά ενήργησε την εναντίον της πόλεως επίθεσιν και την 8ην πρωινήν της 24 Ιουνίου τον κατέλαβεν εξ εφόδου. Υπό τους χαρμοσύνους κώδωνας των εκκλησιών και τας ζητοκραυγάς των κατοίκων υψώθη η κυανόλευκος με τον δικέφαλον αετόν της Αυτον. Β. Ηπείρου και έληξεν ικανοποιητικώς ο ένδοξος αγών.
Λιασκοβίκειον 14 Απριλίου 1914
Ο Διοικητής
(Τ.Σ.)
Α. ΓΚΙΟΥΖΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου