ΠΑΡΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ.
Ο ΜΠΕΡΜΠΑΝΤΗΣ ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΓΡΑ ΝΤΟΥ.
Είπα, συντέκνοι μου αναγνώστες, ν’ ανασάνω μια ολιά, από το ζευγάρι και το σκαπέτι και να κάμω ένα ταξιδάκι στην Αθήνα, χωρίς βέβαια το μπελά τη γρα στην κεφαλή μου, να μπερμπαντέψω, μωρέ κι εγώ, εδά στα γεραθειά μου, μα πώς θα τήνε καταφέρω τη γρα να μου συβαστεί; Για τούτο, ως σας ήλεγα στο περσινό γραμματσάκι μου, σοφιστικά να τση πω, πως ο... φίλος μου, ο Πρόεδρος τση Πολιτείας ο Παπούλιας, μου μήνυσε, μαζί με τα χαιρετίσματά του, να πάω, λέει, εξάπαντος, φορώντας βράκες και μιτανογέλεκα και τ’ άσπρα, τα γαμπρίκια υποδήματά μου, για να παρελάσω, μαζί μ’ άλλους παλιούς Κρητικούς πολεμιστές και να χορέψω κατόπιν στο μπάλο που θα κάμει για τσι κονσόλους των Δυνάμεων.
Μου παράγγελνε μάλιστα ο Κάρολος να του τήνε φιλήσω σταυρωτά τη γρα. Ευτή βέβαια μυρίστηκε πως πράμα ματσαραγκιά τση σκαρώνω με τούτα τα ταξίδια μου στην Αθήνα, αγαπητικιά θάν’ έχω και πάω να την ανταμώσω. Μα ο Θεός -γή ο πονηρός- μ’ εφώτισε και τσ’ είπα πως θα μπέψω τη γυναίκα του φίλου μου του Κάρολου να τσ’ αγοράσει από τα μαγαζιά τση πολυτελείας, απ’ όπου πουσουνίζει κι η ίδια, φουστάνι ακριβό, να το φορεί στα πανηγύρια να τήνε θαυμάζουνε οι χωριανοί. Μωρόπιστη ’ναι, κουζουλαίνεται για τα λούσα κι εκατάφερά ντην να μου θεληματέψει και να ετοιμάσει τη φορεσιά, έβρασέ μου, μάλιστας και πεντέξι αβγά για το ταξίδι και μούβαλε και ένα φλασκί μαρουβά, χαιρετισμός τση, λέει, στο Μεγάλο τση Πολιτείας.
Κι ως θα καταλαβαίνετε συντέκνοι μου, ούλα τούτα για τσι φιλίες μου, τα μηνύματα και τα προσκυνήματα του Προέδρου, που μόνο σε φωτογραφία τον έχω θωρεμένο, ήτονε παραμύθια τση Χαλιμάς.
Εθελημάτεψέ μου, μα ως έφυγα, όφιδες την εζώσανε πρέπει, μήμπανα την επερίπαιξα κι επήγε να συμβουλευτεί τη μυστικοσύμβουλό τζη, τη Στυλιανή τη Χουρχουδιά, το πρώτο λαδικό του χωριού. Κι ευτή, που από τα νιάτα τζη μ’είχε άχτι, γιατί δεν τήνε παντρεύτηκα τη γαϊδούρα, την αποπήρε που χαύτηκε, λέει, η μωρόπιστη, τέθοιες παρλαπίπες κι αρχίνιξε να την περιγελά:
-Δεν το πίστευα, μωρή Βαγγελιά, πως δεν είχες μηδέ τση πουλάδας μου το νου, να κάθεσαι να πιστεύεις τσι ψοματές που σου σέρβιρε ο προκομένος ο άντρας σου! Φιλενάδα ’χει, μωρή ζαβή, στην Αθήνα.
-Και πού στο διάτανο την ήβρε την Αθηναία παστρικιά, μωρή Στυλιανή, απού ποτές του δεν επάτησε τον πόδα του στην πρωτεύουσα;
- Κιαμιά ξεβράκωτη τσουρίστρια από κείνες που θώρουνα το καλοκαίρι να τσιλημπουρδίζουν ούλ’ οι σερνικοί του χωριού και πάει να τήνε βρει, να του φάει τον παρά, που θαν’ εσήκωσε από τον λαδομαγατζέ του Ξενάκη. Μόνο να τόνε πάρεις από πίσω, να του χαλάσεις του πόρνου τα σχέδια.
Αφουγκράστηκε ντήνε, την αφορεσμένη, η δική μου η χαζοβιόλα κι εγίνηκε Τούρκος από την μάνητα που την εκυρίεψε. Κι εκαβαλίκεψε τ’ αμάξι κι ήρθε και μ’ ήβρε αφουρλαντισμένη στη Σούδα, στον καφενέ, όπου περίμενα ν’ ανοίξει το καράβι τη μπουκαπόρτα για να μπω. Κι ως μ’είδε:
- Ακλούθα μου, μου λέει, και τα μάθια τζη βγάνανε φωθιές. Ακλούθα μου, να πάμε παράμερα. Ποιοι Πρόεδροι, μωρέ γεβεντισμένε σε κάλεσαν, να τώνε χορέψεις μπαλούς και να παρελάσεις, ως μου ’λεγες, κι εγώ ο μπούφος τα ’χαφτα.
- Εκουζουλάθηκες, Βαγγελίτσα μου;
- Ναι, και δεν το κουνείς από παέ, αν δε με πάρεις κι εμένα στην Αθήνα, να σε καμαρώνω στσι παρελάσεις και στα πεντοζάλια σου.
Κι είντα να κάμω ο μαύρο κακομοίρης με τον μπελά που μ’ ήβρε στα καλά καθούμενα. Να τση βγάλω εισιτήριο, λέω, και στο παπόρι θα ντουσουντίσω την κούτρα μου να δω είντα θα με φωτίσει ο Θεός.
- Να σε πάρω θέλει, μωρή νεραϊδάρα να δεις και την πρωτεύουσα. Κι είδα ντήνε που μαλάκωσε και καταχάρηκε.
Μα γνωρίζοντας από πάρτι μου όντενε πρωτοταξίδεψα φαντάρος που μας επηαίνανε στο Λαύριο, το ζόρε και τα ξερατά μου, ώστε να πιάσομε στεριά, επήγα κι ήβρα τον κουμανταδόρο του καραβιού, και του ’πα, να τόνε ξεμιστεύγει ο Θεός, να μου βρει κιανένα καμεράκι για τη γυναίκα, γιατί πρώτη τζη βολά μπαίνει σε πλοίο και θαν’ αρχινίξει να ξερνά, να του κάμει συχριντί το καράβι.
- Δεν ξερνούνε δα, καλότυχε, καπετάνιο μου!
- Γιάντα, εκαταργήσετέ τα, μπρε τα ξερατά;
- Τα καράβια, μπάρμπα, τα σημερνά, ετσά θεόρατα που’ναι, έχουνε μηχανές θεριά, που δεν τ’ αφήνουν να ταλαποδέρνουν δεξά-ζερβά, να νταραγκουνούν τον κόσμο ν’ ανακερώνεται, σαν τα γοργαλίδικα μπεγίρια, που καβαλίκευες στα νιάτα σου τη γυναίκα και την επήγαινες στα πανηγύρια. Να σου δώκω όμως ένα καμεράκι, καμπίνα το λένε, απ’ αυτά που ’χω για τσι καμαρωτούς, και δεν θέλω παράδες καπετάνιο, ως σε θωρώ με τα σαλβάρια σου. Ευχαρίστησά τονε, κι επήγα κι έφερα τη γυναίκα.
- Δόξα σοι ο Θεός, λέει και κάνει τον σταυρό τζη, που θα δω κι εγώ Αθήνα. Μα ως εξεκίνησε το παπόρι, μ’ ούλες τσι μηχανές και τα παινέματα τ’ αφεντικού του αρχινά τα κουνητά, ανακερώνεται η γρα κι αρχίζει τα ξερατά κι εφοβήθηκε κι ήλεγε πως ήγγικεν η ώρα και βάνει τσι φωνές.
- Στέσετέ το μωρέ τ’ αναθεματισμένο και να βγάλω θέλει τα σκώθια μου. Την αφορεσμένη τη Χουρχουδιά και σ’ είντα χουνέρια μ’ έβαλε η κακοθάνατη. Ελυπήθηκά τηνε και δεν την αποπήρα, παρά την επαπάριζα ώστενα που δωκε ο Θεός κι εμπήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά και καταλάγιαξε η γρα. Ευχαριστημένη τότες για τα κανακέματα που τση ’κανα στο μεγάλο ζόρε απού πέρασε, μ’ αγκάλιασε και με καταφίλιε, σαν ετότες που πρωτοαγαπηθήκαμε. Κι ύστερα αρχίνιξε να καταράται την πανούκλα την Στυλιανή τη Χουρχουδιά και να μ’αναστοράται πως εκείνη η κακοθάνατη από τη ζήλεια τζη την ετσήτωσε και τσ’απανώδιοξε κι ετζιρήτα να με βρει στη Σούδα, ως σας τα διηγήθηκα πριν.
Επεζέψαμε το λοιπόν από το πλεούμενο κι επατήσαμε στεριά κι εκουζουλάθηκε η γρα από την πολυκοσμία και τη βαβουρανιά τση πολιτείας.
- Βάστα με, μου λέει, από τη χέρα, γιατί θα χαθώ σε τούτη την ανθρωπομερμηγκιά. Ώφου Θέ μου και είντα άλλα έχομε να δούμε! κι εστρέφουντανε ζερβά-δεξά.
- Σάλευγε τση κάνω να βρούμε κιανένα ξενοδοχείο να θέσομε να κοιμηθούμε να καλμάρομε λιγάκι, γιατί με το να μην κλείσομε μάτι οληνυχτίς τση νύχτας εζαβλακωθήκαμε και καρανταλίζομε και θάν’ αρχινίξομε να κουτουλά ο γεις τ’ άλλου σα να μάστανε ξεκουτουνιασμένοι από το μεθύσι. Ρωτώ έναν άμαξα:
- Πού θα βρούμε ξενοδοχείο φτηνό, γιατί οι παράδες είναι λίγοι.
- Εμπα στ’αμάξι, μου κάνει και στ’άψε-σβήσε μπαίνει σ’ένα σοκάκι και μάσε ξεφορτώνει σ’ ένα παρακαθιανό ξενοδοχειάκι, «Ξενοδοχείον η ωραία Λαΐς», έγραφε στην νταμπέλα ντου.
-Ω, διάολε, λέω με το νου μου. Τούτη μωρέ ήτονε αρχαία παστρικιά, ως εδιδάχτηκα τω καιρώ εκείνω, εις το Σχολαρχείον, όπου φοίτησα. Μα δεν έβγαλα άχνα, να μη τροζαθεί η γρα και φτάνει τηνε το χάλι τζη από την ολονυχτία, το ξερατό, το φόβο και το ξενύχτι και θαρέψει πως την έφερα σε πράμα... πουτα..ριό!
Μπαίνω το λοιπόν μέσα, στην άστα να πάει στο διάτανο, «Ωραία» ξενοδόχα και πέφτω στ’ αφεντικό του μαγατζιού.
- Μια κάμερα, του λέω, να μου βρεις, γιατ’ είμαστανε από ταξίδι, θαλασσοδαρμένοι.
- Στσι προσταγές σου, καπετάνιε, μου κάνει.
Φωνάζει τότες ένα φαμεγιουδάκι, που ζύγωνε τσι μύγες και του λέει:
- Οδήγησε Εκτωρ, τον καπετάνιο και την σύζυγόν του, εις το δίκλινον αριθμός οκτώ.
Επήγε μας ο Εκτωρ στην κάμερα που του ’πε τ’αφεντικό του, «καλώς ορίσατε», μας ευχήθηκε, πήρε το καλοχερίδι ντου κι έφυγε αφήνοντάς μας μοναχούς, εμένα και τη γρα. Μα τήνε θώρουνα ντουσουντιμένη και χαμηλοβλεπούσα.
- Γιάϊντα δε μιλείς Βαγγελιά μου, τση κάνω. Γδύσου να θέσομε. Μα κείνη μιλιά.
- Είντα ’χεις, Βαγγελίτσα μου, τση κάνω σπλαχνικά για να τήνε συνεφέρω. Είντα ’χεις
κι είσαι ντουσουντισμένη κι αμίλητη;
- Ετσιρίστηκα πάνω μου από το φόβο μου πως θα βουλιάξει το καράβι να πνιγούμε κι η βράκα μου είν’ ολόγρη από το κατρουλιό, μόνο πριν βγάλεις τη φορεσιά σου, πετάξου να βρεις κιανένα μαγαζί να μ’ αγοράσεις μια καινούργια, να βγάλω τη κατουρημένη, γιατί θα σου βρωμώ κατρουλίλα.
Κι είντα να κάμω, μ’ ούλη μου τη νυσταμάγρα, εβγήκα και πήρα τσι δρόμους να γυρεύω μαγαζί να πουλεί... βράκες γυναικώ. Εγώ, μωρέ, ο Μανούσακας με τσι μουστάκες και τα σαλβαρομίτανα να γυρεύω ν’αγοράσω βράκα γυναίκας! Αλώνιζα το λοιπόν τσι δρόμους κι απαντήξανέ μου καμπόσα τέθοια μαγατζιά, μα οι πουλητές ήτονε σαφίς κοπελιές και πως εις την καληώρα, να μπαίνω και να γυρεύω, από γυναίκα πουλητή, ένα τέθοιο σώρουχο, που οι παλιές όντε το πλύναν μέσα στο σπίτι το στεγνώνανε, να μην πέσει σε μάτι αντρούς γιατί τόνε ντροπής. Εγύριζα κι εξάνοιγα τα μαγαζιά με τα σώρουχα να βρω κιανένα να’χει και σερνικό πουλητή. Κι απάντηξα ένα όπου στο τσούρμο τω θηλυκώ είδα κι έναν άντρα, πού’τυχε μάλιστα, ως εκατάλαβα από την προσφώνηση που μου ’καμε, Κρητικός πως ήτονε κι εκείνος.
- Καλώς τον καπετάν Σήφακα, μού ’πε γελώντας. Εμπα μέσα. Μπαίνω μέσα και θωρώ ένα μελισσομάνι κοπελιές, όμορφες και ναζιάρες που τροζαινούσουνε να τσι θωρείς και να τσι καμαρώνεις. Κι ούλες, ως μ’ είδανε αναμαζωχτήκανε δίπλα μου κι εγελοχαχαρίζαν. Σηκώνεται κι ο αφεντικός και με χαιρετά.
- Να σε φωτογραφίσω, λέει, παίρνει με, με τη μηχανή κι ύστερα μου δούδει μια χαχαλιά κουφέτα, πούβγαλε από’να μεγάλο αλευροτσούβαλο, πού’τονε γεμάτο. -Κι είντα, του λέω, αρραβώνιασες τσι ούλες, τούτεσες τσι κοπελιές κι αγόρασες με το τσουβάλι το κουφέτο να κερνάς τσι μουστερήδες σου; Γροικούνε με οι κοπελιές και χαχαρίζουν ευχαριστημένες.
-Το κατάστημα, μου λέει, μαζί με τα μωρουδιακά εμπορεύεται και νυφικά και βαφτιστικά και κουφέτα για γάμους και βαφτίσια. - Τότες, καλές δουλειές να’χετε, στσι χαρές και σε σας κοπελιές, ευχήθηκα.
- Φχαριστούμε σε, καπετάνιο, μ’απαντήσανε πασίχαρες.
-Και ποιος καλός άνεμος σ’έφερε σ’εμάς, μ’ερωτά τ’αφεντικό. Κι είντα ν’απάντουνα μωρέ, ομπρός μάλιστα σ’εκείνονα το θηλυκομάνι; Πως γυρεύω βράκα για τη γυναίκα ν’αγοράσω;
-Ελα, λέω στο σερνικό πουλητή, να βγούμε στο δρόμο, γιατί έπαε καψώνομαι. Μια βράκα θέλω να πουσουνίσω, του κάνω.
- Βράκες, καπετάνιο, μιτάνια, στιβάνια, δεν πουλούμε.
- Θωρώ το κι εγώ του λέω. Βράκα τση γυναίκας θέλω να μου δώκεις.
- Κιλότα θέλεις δηλαδή;
- Όϊ, για την Παναγία. Γκιλότα μωρέ κουμπάρο θα βάλω τση γυναίκας; Τότες να μου δώκεις κι εμένα μια γκελεμπία να γενώ σείχης να βγούμε να κάνομε τσι κουκουγέρους στσι δρόμους!
Ας είναι, μη σας τα πολυλογώ, κατάλαβε ο άνθρωπος είντα γύρευα και μου λέει:
- Ανίμενέ με επαέ, να πεταχτώ παρά δίπλα στα γυναικεία σώρουχα να σ’ αγοράσω τη βράκα.
Επήγε, ο Θεός να τόνε βλέπει, και μού’φερε το σώρουχο, τυλιγμένο σε κουτί με φιόγκους και κορδέλες τση πολυτελείας, να κουζουλαθεί η Βαγγελιά ως θα το δει. Ευχαρίστησα κι επλέρωσα ντον, κι αποχαιρετιστήκαμε. Κι άμα ’ρθεις στην Κρήτη, του λέω, να πεταχτείς στο χωριό, που ’χω ’να βαρελάκι μαρουβά κρασί, να πιούμε και να γνωριστούμε πλια καλά.
Τούτο όμως το χουνέρι με το κατουριτό τση γρας, μου’ρθε σα να το’χα παραγγελιά, γιατί ήβρα τη δικαιολογία πως θα πήγαινα στην Αθήνα, για τσι ψευτοπαρελάσεις, τσι μπαλούς και τ’ άλλα παραμύθια, που τσ’ήλεγα και την επερίπαιζα, για να βρω τη δικαιολογία να ταξιδέψω στην Αθήνα.
- Μ’ αυτά, κακορίκο Βαγγελιό μου, απού πάθαμε, επέρασε η ώρα τση παρέλασης και του μπάλου των προξενώ, και δεν εμπόρουνα βέβαια να μηνώ του φίλου μου του Κάρολου και τση Καρόλαινας, πως μου κατουρήθηκε η γυναίκα στο καράβι κι εγύριζα να βρω βράκα να την αλλάξω. Για τούτο του μήνυσα πως μ’έπιασε... ποδάγρα πάλι και μου ’παν οι γιατροί να κάθομαι αναπαϊμένος στο κρεβάτι κι ετσά μηδέ σε παρελάσεις μπορώ να γλακώ, μηδέ σε μπάλους να χορεύω και να με συγχωρέσει για την απουσία μου.
- Ώφου είντα σου κάμα Μανούσο μου κι είντα δόξες και τιμές σου στέρησα!
- Δε φταίεις, τση λέω, η Χουρχουδιά η πατσαούρα μας τα ’καμε ούλα. Και το κακό ’ναι που δεν μπορώ να σε βολτάρω στον Πειραιά, μηδέ στην Αθήνα να σε πάω, γιατί το κάνει ο διάολος να ‘χομε κιανένα συναπάντεμα με τον Πρόεδρο, τη γυναίκα ντου γή τα κοπέλια ντους, να γενούμε ρεντίκολο...
Είπα τζη κι άλλες τέθοιες καλπουζανιές μα δεν σας τα γράφω επειδή πρέπει να τελειώνω μπλιό, συντέκνοι μου αναγνώστες, γιατί θάν’ εμπεστίσετε με την πολυλογία μου και με το μάκρος του γραμματσακιού, που γίνηκε γραμματσάρα ατέλειωτη.
Φιλώ σας κατακούτελα
Ο ΓΕΡΩ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Θέλω, και απ’αυτήν εδώ τη στήλη, να ευχαριστήσω θερμά την Σοφία Μιχ. Τερεζάκη, που πάντα, όχι μόνο εντελώς αφιλοκερδώς, αλλά και με πολύ μεράκι, πληκτρολογεί, στα περιθώρια της δουλειάς της, το «Γραμματσάκι» και το γλωσσάρι του, χωρίς κανένα λάθος, πράγμα σχεδόν αδύνατο να γίνει και από πολύ πεπειραμένο χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, που δεν διαθέτει όμως την στοργή, αλλά και την άριστη γνώση της κρητικής διαλέκτου.
Χ.Μπ.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ανακερώνομαι = νιώθω αναγούλα, ναυτία.
αναστορούμαι=αναστορώ,ανιστορώ=θυμούμαι, ανιστορίζω, βλ.»Φουρτουνάτος», Κρήτη 1655, Α’210 «Φυλλολογώντας τα χαρτιά τα κάλλη ανιστορούμαι τση Πετρονέλλας...»
απανωδιόχνω=αλλάζω γνώμη εκ των υστέρων, «ήσπασα ντην», του λεν οι Καστρινοί, «απανωδιόχνει μου να μπέψω πίσω την αίγα του Νιοχωριανού, που μου την επούλησε, γιατί δεν τήνε ρέγομαι μπλιό».
αφρουλαντίζω, αφουρλανάζω, φουρλαντίζω (ιταλ. frullare)=αφηνιάζω, μαίνομαι: «Αφρουλάντισε κι έτρωε σίδερα από τη μάνητά ντου».
βαβουρανιά, βαβούρα=οχλοβοή, φασαρία, βλ. «Ερωτόκριτος»(1600): «Με τη βαρούρα την πολλή και χτύπους των αρμάτω», (Δ1007).
βολά=φορά, βλ. Σουμμάκης Μιχ. «Παστώρ φίδος, ήγουν ποιμίν πιστός...) «Μια μόνο να καταδεχθείς βολά να μου γροικήσης»
γεβεντίζω=διαπομπεύω, εξευτελίζω δημοσίως, βλ.«Ερωτόκριτος», «Δέκα ’μεσταν κι εκείνοι δυό, π’ανάθεμα την ώρα/ όλοι εγεβεντιστήκαμε στη γειτονιά, στη χώρα». (Α’617-618).
γεβεντισμένος=βλ.Σαχλίκης (1400) «Αφήγησις παράξενος...», «Τότε ’πιβουλεύονται πάλι οι γεβεντισμένες...».
γροικώ = ακούω, αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, βλ. «Ερωτόκριτος», «κι άφις τα αυτάνα, α μ’αγαπάς, φίλε μου να περάσω/ θωρώ τη φρονιμάδα σου, γροικώ την πονηριά σου» (Β’61-62)
επαέ, επά, επαδά=εδώ, βλ.«Ερωτόκριτος», «Κι ουδ’ ήλπιζα, ούδ’ αθάρρουν το ο Κρητικός να λάχη/ επά, γιατί έχω μετ’ αυτόν πολλή κακιά και μάχη» (Β’ 799-800).
είντα=τι, βλ. «Ερωτόκριτος», «Και δεν κατέχει είντα να πη κ’ είντα βουλή να δώση/ εις τέτοια πράματα ψιλά κομπώνεται κ’ η γνώση» (Α’ 1093-4)
ζυγώνω=καταδιώκω, διώχνω, απομακρύνω, βλ. «Ερωτόκριτος», «ζύγωξε τα βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα/ κι άφις τον καιρό να πορπατή, σαν κι άλλες τον αφήκα» (Γ’ 1628-6)
θεληματεύω=συγκατανεύω, υπακούω, βλ. «Ερωτόκριτος», «παρά σα θέλει ο κύρης σου να του θεληματέψης/ μη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψης», (Ε’ 809-810).
θέτω=πλαγιάζω, βλ. «Ερωτόκριτος», «Κι α θέσω ν’αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως κοιμήσου/ μου δείχνει πως τα χείλη τση σκυφτού να με φιλήσου», (Α’ 1219-20).
καλοχερίδι=δώρο: «Καλοχερίδια τση στιγμής μου δίδεις για ν’αρνεύγω, μα εγώ δε θέλω λύπησες, αγάπη σου γυρεύγω», (Μ.I. Ιδομενέως).
καλοχερίζω=δωρίζω σε κάποιον δώρα: Με τση αγάπης το φιλί θα σε καλοχερίσω κι α δε χορτάσεις να το πεις να σε ξαναφιλήσω», (Μ.I.Ιδομενέως).
κανακεύω, κανακίζω=χαιδεύω, βλ. «Ερωτόκριτος», «Τα τόσα κανακίσματα θωρώ πως εδιαβήκα/ κι οι σπλαχνικές αναθροφές εξελησμονηθήκα», (Γ 1205-6).
κανάκι=χάδι, βλ. «Ερωτόκριτος», «Εχω κανάκια σπλαχνικά, κύρη μου και μητέρα/ όπου λιγώνομαι να δω να ξημερώση η μέρα/ να’ρθω να σας αγκαλιστώ να βρίσκωμαι κοντά σας/ να σας βοηθώ σ’τσ’ανημποριές κι εδά στα γερατιά σας», (Δ’ 311-314)
κακορίκος, κακορίσκος=κακόμοιρος, «Ο κακορίσκος που θα μπει γαμπρός στο σπιτικό σου και δε θα σύρει βάσανα με το παλιόσογό σου», (Μ.I. Ιδομενέως)
καρανταλίζω=παραπατώ καθώς βαδίζω, τρεκλίζω, «εμέθυσες μωρέ μπέκρουλα πάλι και μου καρανταλίζεις δεξά-ζερβά».
καταλαγιάζω=ησυχάζω, βλ.«Ερωτόκριτος», «Όλοι εκαταλαγιάσασι κι εκείνη έτσι ντυμένη/ εις το κατώγι εκάθετο, την ώρα κι ανιμένει/ οπού ‘θελε ο Ρωτόκριτος να πα να της μιλήση» (Γ’ 545-7)
κατρουλιό, κατρουλιά=ούρα, βλ. Μ.I.Ιδομενέως «Το κατρουλιό του σερνικού, κάνει καλό στο τράμα, μα τση πληγές που μ’άνοιξες δεν τσι γιατρεύγει πράμα».
καψώνομαι, καψολογούμαι, καψώνω=ζεσταίνομαι, ζεσταίνω, βλ.«Ερωτόκριτος» «τον ήλιο δεν αφήνασι ποτέ να με καψώση/ τ’απόχι εβλέπασι κ’οι δυό αξάφνου μη μου δώση» (Δ’ 597-8).
κουζουλαίνομαι, κουζουλός, κουζουλάδα=τρελαίνομαι, τρελός, τρέλα, βλ.«Ερωτόκριτος», «Λέει του: δεν ανίμενα του γιου μου η φρονιμάδα/ έτοια ζαβάγρα να μου πη μηδ’ έτοια κουζουλάδα» (Γ’ 773-4)
κουκούγερος=μασκαράς «Αντέστε κι ήρθανε Νιοχωριανοί κουκουγέροι στο τσαρσί, να πάμε να τσι δούμε γιατ ’έχουνε το χάζι τους».
κουμανταδόρος = διευθυντής, κυβερνήτης, εξουσιαστής.
κουμαντάρω=(ιταλ. comandare)=διευθύνω, κυβερνώ, εξουσιάζω, βλ. «τραγωδία ονομαζόμενη Ευγένα»(1646), σελ.385 «Εγώ σας έχω δούλους μου και να’στε μπιστεμένοι και γλήγορα να κάμετε ό,τι σας κομαντάρω».
κουτουλώ=χτυπώ με τα κέρατα, χτυπώ με το κεφάλι. «Θωρώ το πώς κουτούλησα και πήα και σε πήρα, μα δεν τα φταίω όλα γώ, φταίει κι η έρμη η μοίρα», (Μ.I.Ιδομενέως).
λαδικό = κακόλογη, φλύαρη, κουτσομπόλα γυναίκα, «Η μάνα σου’ναι λαδικό κι όλο κατηγορά με, μα άμα περνά κακοτοπιές, θέλει κοντά τζη να’μαι (Μ.I.Ιδομενέως)
λαδομαγατζές=αποθήκη εμπόρου λαδιού. Τέτοιος λαδέμπορος στα Χανιά που διατηρούσε το 1905 λαδομαγατζέ ήταν ο Παύλος Παυλάκης και μεταγενέστερα οι Καλυβιανοί Ξενάκηδες.
μάνητα=οργή, βλ. «Ερωτόκριτος», «Και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα ένα/ και το καράβι αμπώθουσι με μάνητα μεγάλη/ στη φουσκωμένη θάλασσα σε μια μερά κ’εις άλλη», (Α’ 1632-4).
μαρουβάς = παλιό κόκκινο μυρωδάτο κρασί. «Με μαρουβά μου γέμισες εφτά βολές την κούπα και δε θυμούμαι ύστερα τα λόγια απού σου’πα» (Μ.I.Ιδομενέως).
μελισσομάνι=πλήθος σαν σμήνος μελισσών, «άνοιξε η πόρτα του σχολειού τω θυλυκώ, κι ένα μελισομάνι κοπελιδιώ επόρισε στο δρόμο».
μήμπανα, μήμπα-να=μήπως, βλ. «Ερωτόκριτος» «Αν το’πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι/ μα βλέπε αυτός ο λογισμός μην πα να σε πλανέση», (Γ’ 173-4)
μιτανογέλεκο (τουρκ. mitan), μιτάνι (κοντό ανδρικό κρητικό σακάκι)+γελέκι: «Είντα ναι μωρά τα κάλλη του Βαγιωνή, όντε φορεί τη βράκα με το μιτανογέλεκό ντου!»
μουστερής (τουρκ. musteri)=πελάτης, «νωρίς νωρίς εκρέμασα καπάντζες (καπάντζα=ξύλινο κάλυμμα παραθύρου) στο ντουκιάνι (καφενείο), για να μην έρθει μουστερής χαλάστρες να μας κάνει» (Μ.Ι.Ιδομενέως).
μπάλος=χορός νησιώτικος, «Ολονυχτίς τση νύχτας, είχαν οι Μαρκαντώνηδες τραγούδι, μουσικές και μπάλους και ξεσηκώσανε τη γειτονιά στο πόδι από την τραβάγιαν τωνε».
μπεγίρι(τουρκ. beygir)=άλογο «κουμπαραδάκια (χειμωνιάτικα πεπόνια) εκατό εκρέμασα στ’αχύρι (στάβλος), μα’φταξε και μου τά’φαε μια νύχτα το μπεγίρι», (Μ.Ι. Ιδομενέως)
μπεστίζω (τουρκ. bezdim)=απηυδίζω, κουράζομαι να υπομένω, «Εμπέστισε ντηνε τη γρε ντου ο γέρος, με την γκρίνια τζη».
μπούφος=βλάκας, ανόητος. Μπούφος λέγεται και το «καλό πουλί», είδος μεγάλης κουκουβάγιας, «μπιτ μπούφος του βγήκε το κοπέλι του Σταυρουλή. Μηδέ τα γράμματα παίρνει, μηδέ τέχνη μαθαίνει».
νεραϊδάρης, νεραγδιάρης=αλαφροήσκιωτος, πειραγμένος από τις νεράιδες, «Με κείνηνα, μωρέ, τη νεραϊδάρα έμπλεξε το κοπέλι σου;”
ντουσουντισμένος (τουρκ. dusunmek)=συλλογισμένος, «Ντουσουντισμένο σε θωρώ, κάνω να σε ρωτήσω αν είσαι από τον έρωντα, να σε παρηγορήσω».
νυστάγρα=νύστα ασυγκράτητη, «επιασέ με μια νυστάγρα που παρά λίγο να κοιμηθώ ορθός».
ξανοίγω=βλέπω, βλ.Τζάνε Μπουνιάλης «Ο Κρητικός πόλεμος» 1645-1669, «κι όσον απεξημέρωνε, ας ήθελε ν’ανοίξη τα μάτια του τα θλιβερά τσι κάμπους να ξανοίξη (191,4).
ξεκουτουνιάζομαι=γίνομαι σκνίπα στο μεθύσι, «εξεκουτουνιάστηκε πάλι ο Καούρης κι εξεσήκωσε τη γειτονιά στο πόδι».
παπόρι (ιταλ. vapore)=πλοίο, «Ήρθε στη Σούδα το παπόρι κι έφερε τσίρους και μπακαλάους».
πατσαούρα (βενετσ. spazzaura)=γυναίκα απόβρασμα της κοινωνίας, παλιογυναίκα, «Εσούρεψε την κόρη μου, η πατσαούρα».
πουλάδα=μικρή κότα, «Πουλάδες γύρευα οψές κι ήρθα στη γειτονιά σου μα μεις δεν έχομε κλωσσου, μόνο’θελα κοντά σου, κι ας μια στιγμούλα να βρεθώ, να πάρω καερέτι(κουράγιο) για να μπορώ να τραγουδώ, να μου περνά το ντέρτι», (Μ.Ι.Ιδομενέως).
σαλεύω, σαλεύγω=κινούμαι, βλ. «Ερωτόκριτος», «Στο ύστερον εσάλεψε κ’ήπεσε απ’τ’άλογό του/ κ’ήβαλε και το ριζικόν εκεί το μερτικό του (Β’2095-6).
σπλαχνικά=πονετικά, στοργικά, βλ. «Ερωτόκριτος», «Την κεφαλή εξαρμάτωσε και σπλαχνικά του εμίλειε/ κ’ήσκυφτε και συχνιά συχνιά κλαίγοντας τον εφίλειε»(Β’ 1735-6).
συχριντί, συχριντί μπερμπελέσι=ολοβρόμεστος, «Εκαμέ μου το κοπέλι το σπίτι συχριντί μπερμπελέσι, με τα πηλά πού’χε στσ’αρβύλες του, ως ήρθε από το ζευγάρι».
συβάζω=πείθω κάποιον να συμφωνήσει, συβάζομαι=πείθομαι, βλ. «Ερωτόκριτος», «Κ’εκόπιαζε κι εξόμπλιαζε πολλά, να τήνε κάμη/ να πη το ναι, να συβαστή να σμίξουσιν αντάμι», (Β’ 463-4)
ταλαποδέρνω, ταλαποδέρνομαι=ταλαιπωρούμαι, «σαφί ταλαποδέρνεσαι, σαν του γιαλού το κύμα και καταλύεσαι και σφυράς κι είναι μεγάλο κρίμα», (Μ.Ι.Ιδομενέως).
τζιριτώ=τρέχω, «Ζυγώνεις με και τζιριτώ, μα δεν καταλαβαίνω, γιάειντα, αφού δεν ήφταιξα, έτσα κακό παθαίνω», (Μ.Ι.Ιδομενέως).
τροζαίνομαι, κουζουλαίνομαι=τρελαίνομαι, «Ηρθαν οι κοπελιές του Περάκη από τη Σκορδιλιανή, στο καφενείο του Φρατζέσκο και τροζαθήκανε τ’Αρμενιανάκια από την ομορφιά και τσι χάρες’τωνε!».
τσητώνω=κεντώ, παροτρύνω, παρακινώ, «Ετσήτωσε τον άντρα μου η σκύλα, πως έχει λέει αγαπητικό η κοπελιά κι’ανακάτωσέ μου το σπίτι»
φαμεγιουδάκι, φαμεγιάκι =δουλάκι, μικρός υπηρέτης, «Δεν είμαι φαμεγιάκι σου, για να με καζικώσεις (παλουκώσεις) κι αν θες να πάρεις πλια μπροστά, πρέπει και συ να δώσεις», (Μ.Ι.Ιδομενέως)
χαχαλιά=χουφτιά, «Μια χαχαλιά σταφιδολιές και μια σταροκουλούρα, ήδιδες και εγόραζες στην Κρήτη μια κουμπούρα», (Μ.Ι.Ιδομενέως)
χαχαρίζω, χαχανίζω=γελώ συνέχεια, «Που τα θωρείς τα χωρατά πάλι και χαχαρίζεις και τσι πληγές που μ’άνοιξες, μου τσι ξεπασουλίζεις (σκαλίζεις)»,(Μ.Ι.Ιδομενέως)
ώφου=άχ, άχι, άχου, βλ. «Ερωτόκριτος» «Και τη σαΐτα εκόκιασε (τοποθέτησε) ζιμιό την ώρα εκείνη/ ώφου κακόν οπού ‘καμε, ώφου αδικιά που εγίνη» (Β’ 701-2).
ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΜΟΡΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου