ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ 1897.ΠΑΝΩ Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΘΕΙΣ ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΠΑΠΟΥΛΙΑς
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
Στις 6/19
Φεβρουαρίου 1897 διεξήχθη η πρώτη μάχη του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος
στην Κρήτη, για την κατάληψη του πύργου των Βουκολιών. Οι ελληνικές δυνάμεις
είχαν αποσταλεί από την Κυβέρνηση της εποχής εκείνης, για να προστατέψουν τον
τοπικό πληθυσμό γενικώς και να επιβάλουν την τάξη, μετά από μία περίοδο ταραχών
και σφαγών από τις τούρκικες δυνάμεις κατοχής. Ύστερα από δύο ημέρες ακολούθησε
η σύγκρουση στην περιοχή Λειβάδια. Και οι δύο επιχειρήσεις υπήρξαν νικηφόρες
για τα ελληνικά στρατεύματα, προκαλώντας ενθουσιασμό χαράς στον τοπικό πληθυσμό
και ελπίδα ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, η οποία ωστόσο τελικά δεν
επιτεύχθηκε.
Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα, συνολικής δύναμης 1.467 ανδρών, αποτελείτο
από ένα τάγμα πεζικού του Α’ Συντάγματος (ταγματάρχης Δημητριάδης ή
Ιοσαδρόβσκη), ένα τάγμα πεζικού του Ζ’ Συντάγματος (ταγματάρχης
Κωνσταντινίδης), ένα τάγμα μηχανικού (ταγματάρχης Τζαβέλας), έναν λόχο Ευζώνων
(λοχαγός Ραπτάκης) και μια ορειβατική πυροβολαρχία (λοχαγός Βαρούχας).
Η ελληνική δύναμη αποβιβάστηκε στην ακτή του Κολυμπαρίου, στον κόλπο των
Χανίων, τη νύχτα 2/15 Φεβρουαρίου προς 3/16 Φεβρουαρίου, περίπου στις 22.00. Η
ενέργεια πραγματοποιήθηκε μέσα σε παραλήρημα χαράς και ενθουσιασμού του τοπικού
πληθυσμού. Τη νύχτα 3/16 – 4/17 Φεβρουαρίου, ο κύριος όγκος του Ελληνικού
Εκστρατευτικού Σώματος διέμεινε στο χωριό Πλατανιάς, στο μέσο της οδού
Κολυμπάρι – Χανιά, έχοντας αποστείλει τον Λόχο Ευζώνων, ως προφυλακές μάχης,
ένα χιλιόμετρο ανατολικότερα. Εκεί, μετά από σύσκεψη με τους επιτελείς του και
τους Κρήτες οπλαρχηγούς, ο συνταγματάρχης Βάσσος αποφάσισε να καταλάβει τα
τουρκικά φρούρια της ενδοχώρας με προτεραιότητα στην κατάληψη του πύργου των
Βουκολιών, λόγω της μεγάλης στρατηγικής του σημασίας.
Ο πύργος των Βουκολιών ήταν οχυρό με πύργο, βρισκόμενος
σε απόσταση 600μ. νοτιοδυτικά της κωμόπολης των Βουκολιών. Είχε κτισθεί από
τους Τούρκους το 1866. Η θέση του είχε στρατηγική σημασία για την
αποτελεσματική άμυνα των Τούρκων, από τις κατά καιρούς επαναστάσεις που
ξεσπούσαν στην περιοχή και τις επιθέσεις των Κρητών επαναστατών. Αποτελούσε το
ορμητήριο των Τούρκων για να πραγματοποιούν επιδρομές στην επαρχία Κισσάμου. Η τοιχοποιία του πύργου στη δυτική, βόρεια και ανατολική πλευρά είχε πλάτος ένα μέτρο, όπως διαπιστώνεται από τα τμήματα που
σώζονται σήμερα, ενώ στη νότια πλευρά ίσως είχε και μεγαλύτερο. Έξω από τη
νότια πλευρά και καθ’ όλο το μήκος της, περνούσε ο κεντρικός δρόμος, που
συνέδεε την κωμόπολη των Βουκολιών με την επαρχία Κισσάμου. Ο πύργος είχε
κτισθεί με υλικά της περιοχής και συνδετικό πηλό από το χώμα της γύρω έκτασης,
χωρίς προσθήκη ασβέστη. Το εσωτερικό ήταν ασκεπές και τα διαμένοντα εντός του φρουρίου τμήματα στρατωνίζονταν σε σκηνές. Μπορούσαν να
διαμείνουν εντός του φρουρίου μέχρι και δύο χιλιάδες άτομα. Τα καταλύματα προς
τα τείχη ήταν στερεά κτίσματα (νοσοκομείο, αποθήκες, μαγειρείο, στάβλοι κλπ.),
που αποτελούσαν προβολές (ερείσματα) των τειχών, τα οποία ενίσχυαν ακόμα περισσότερο. Επίσης, στα τείχη υπήρχαν σχισμές από όπου πυροβολούσαν
προς τα έξω αυτοί που βρίσκονταν μέσα στο φρούριο (τουφεκίθρες). Τέλος, εκτός
του βασικού κτίσματος (κεντρικό φρούριο), υπήρχε μια σειρά οχυρωματικών έργων,
που περιελάμβανε και άλλους πέντε ακόμα παρόμοιους αλλά μικρότερους πύργους
(προμαχώνες) στους γύρω λόφους. Σε αυτούς είχε τοποθετηθεί φρουρά για την
ενίσχυση της άμυνάς τους, προκειμένου να ελέγχεται η υψίστης στρατηγικής
σημασίας κορυφογραμμή και οι διαβάσεις προς την υπόλοιπη επαρχία Κισσάμου
(δυτικά) και προς το κεντρικό και ανατολικό Σέλινο (νότια). Οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο οχυρό ήταν
επιπέδου τάγματος, περίπου 400 στρατιωτών. Επιπλέον, υπήρχαν εντός του φρουρίου
και γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά (Επάνω και Κάτω Κεφάλα, Μέσα Βουκολιές,
Μπαϊρακταριανά, Νέμπρους, Χαϊντερή Βουκολιών), συνολικά πάνω από 1.800 άτομα.
Από την πλευρά των Ελλήνων αποφασίσθηκε η επίθεση κατά του οχυρού να γίνει με
μικτό απόσπασμα ενός τάγματος πεζικού, ενός ουλαμού πυροβολικού (τρία πυροβόλα)
και μίας διμοιρίας μηχανικού. Επικεφαλής ορίσθηκε ο ταγματάρχης Κωνσταντινίδης.
Το ελληνικό απόσπασμα ακολούθησαν και πάρα πολλοί Κρητικοί καθώς και λόχος
εθελοντών φοιτητών, υπό τις διαταγές του λοχαγού Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη. Το ελληνικό απόσπασμα κινήθηκε στις 5/18 Φεβρουαρίου και τις
απογευματινές ώρες, μετά από αναγνωρίσεις, κατέλαβε θέσεις κυκλωτικά γύρω από
το φρούριο των Βουκολιών. Τα πυροβόλα τάχθηκαν σε απόσταση 2.000 μέτρων από το
φρούριο. Το βράδυ ο ταγματάρχης Κωνσταντινίδης κάλεσε όλους τους οπλαρχηγούς,
των διάφορων επαναστατικών τμημάτων και τους ενημέρωσε ότι την επομένη το πρωί
θα ζητούσε την παράδοση των Τούρκων. Επιπλέον τους έδωσε προφορική διαταγή να
μη βάλλουν κατά του εχθρού, παρά μόνο μετά τον τρίτο κανονιοβολισμό του ελληνικού
πυροβολικού. Σκόπευε, στην περίπτωση που δεν θα παραδίνονταν οι Τούρκοι, πρώτα
να βάλλει δύο κανονιοβολισμούς προς εκφοβισμό τους και εάν πάλι δεν άλλαζαν
απόφαση, τότε να επετίθετο.
Την επομένη το πρωί στις 06.00 ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων έστειλε
επιστολή με έναν γέροντα Κρητικό στον επικεφαλής φρούραρχο των Τούρκων,
ενημερώνοντάς τον για τις προθέσεις του. Αφού τον κάλεσε να παραδοθεί,
προκειμένου να αποφευχθεί ο θάνατος των στρατιωτών του, δεσμεύθηκε ότι θα τους
μεταφέρει άοπλους σε όποιο λιμάνι επιθυμούσαν και του έδωσε δύο ώρες προθεσμία
ώστε να απαντήσει. Η απάντηση του Τούρκου φρούραρχου ήταν αρνητική, δηλώνοντας
ότι, όσο παρέμενε ένας στρατιώτης του και ένα φυσίγγιο, δεν επρόκειτο να
παραδοθεί. Μετά την παρέλευση της δίωρης προθεσμίας, ο ταγματάρχης
Κωνσταντινίδης διέταξε την προώθηση του πυροβολικού σε θέσεις βολής, σε
απόσταση 1.500 μέτρων. Σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο, προς εκφοβισμό των
Τούρκων, έβαλλε ένα ελληνικό πυροβόλο. Αμέσως, από παντού αντήχησαν
απειράριθμοι πυροβολισμοί κατά του πύργου από Κρήτες επαναστάτες, οι οποίοι δεν
τήρησαν τη διαταγή του διοικητή του ελληνικού τάγματος, εξαιτίας του
ενθουσιασμού τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γενικευθούν τα ελληνικά πυρά και
να ξεκινήσει η επίθεση.
Ο μεγαλύτερος όγκος των πυρών του ελληνικού πυροβολικού προσέβαλλε τους
γύρω προμαχώνες, δημιουργώντας σημαντικές απώλειες στους Τούρκους, οι οποίοι
όμως παρέμειναν στις θέσεις τους. Ταυτόχρονα άρχισαν επίθεση και τα τμήματα των
Κρητών, που πλαισίωναν την ελληνική δύναμη. Ακολουθώντας την παράδοση της
Κρητικής φυλής, εφορμούσαν ακατάβλητοι χωρίς φόβο, αψηφώντας τα πυρά των
Τούρκων. Αποτέλεσμα της ορμητικότητάς τους αυτής ήταν οι μεγάλες, σχετικά,
απώλειες γιατί συναγωνίζονταν ποιός θα πλησιάσει πρώτος πιο κοντά στον πύργο.
Λόγω του μεγάλου ενθουσιασμού και της γενναιότητάς τους, πολεμούσαν όρθιοι και
χωρίς προφυλάξεις, ενώ σε όλη την περιοχή γύρω από το φρούριο υπήρχαν
σημαντικές εκτάσεις καλυμμένες με δένδρα, οι οποίες έφθαναν μέχρι τις παρυφές
του πύργου και θα μπορούσαν μέσα σε αυτές να προφυλαχθούν.
Η προσπάθεια των Ελλήνων συνεχίσθηκε αμείωτη, έως τις μεσημβρινές ώρες,
όταν καταλήφθηκε ο πρώτος προμαχώνας και αναρτήθηκε σε αυτόν η ελληνική σημαία.
Όμως η προσβολή του φρουρίου διακόπηκε, λόγω έλλειψης πυρομαχικών και η
υπόλοιπη μέρα παρήλθε με ηρεμία, μέχρι να μεταφερθούν τα αναγκαία πυρομαχικά
από το κυρίως στρατόπεδο του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος. Επειδή δεν
φαινόταν πρόθεση των Τούρκων να παραδοθούν, ζητήθηκε βοήθεια και προωθήθηκε,
προς υποστήριξη των δυνάμεων πολιορκίας, τμήμα Ευζώνων και δεύτερος ουλαμός
πυροβολικού, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό πυροβολικού Πάλλη. Μαζί με τις
ενισχύσεις, μετέβη στις Βουκολιές και ο επιτελάρχης αντισυνταγματάρχης
Λυμπρίτης. Μετά την ενίσχυση και τον ανεφοδιασμό των Ελλήνων, η πολιορκία συνεχίσθηκε.
Οι γύρω λόφοι είχαν καταληφθεί από εκατοντάδες Κρητικούς, οι οποίοι έβαλλαν
κατά του πύργου, ενώ σημαίες γαλανόλευκες κυμάτιζαν παντού. Το πυροβολικό,
πλησιάζοντας συνεχώς και εγγύτερα, άρχισε να δημιουργεί ρήγματα στο κυρίως
οχυρό. Όμως, η ελληνική επίθεση σταμάτησε, καθόσον είχε πια νυχτώσει.
Το βράδυ σχεδόν όλες οι δυνάμεις των πολιορκητών αποσύρθηκαν, χωρίς
ουσιαστικά να φρουρείται ο πύργος. Αυτό συνέβη διότι το ελληνικό τάγμα κατάλαβε
ότι η φύλαξη τη νύχτα θα γινόταν από επαναστάτες, ενώ οι Κρήτες κατάλαβαν ότι
αυτό θα το έκαναν στρατιώτες του τάγματος πεζικού. Έτσι οι Τούρκοι, κατά τη
διάρκεια της νύχτας, επωφελήθηκαν από το σκοτάδι, χωρίσθηκαν σε μικρά τμήματα
και διέφυγαν άλλοι δια μέσου των βουνών προς το Σέλινο, οι οποίοι τελικά
διασώθηκαν και άλλοι προς τα Χανιά, αναγγέλλοντας την πτώση του πύργου των
Βουκολιών.
Την επομένη το πρωί (7 Φεβρουαρίου), όταν το ελληνικό τάγμα ετοιμάσθηκε να
επαναλάβει την επίθεσή του, είδε να ανεμίζει στις επάλξεις του φρουρίου η
ελληνική σημαία. Ήταν από Κρήτες, οι οποίοι, μόλις αντιλήφθηκαν τη φυγή των
Τούρκων, εισήλθαν στον πύργο και τον κατέλαβαν. Ακολούθησε η είσοδος στο
φρούριο και των υπολοίπων ελληνικών τμημάτων. Η εικόνα που αντίκρισαν οι
Έλληνες στρατιώτες ήταν συγκλονιστική. Τα τείχη είχαν διαρραγεί παντού, αλλά
δεν είχαν πέσει, λόγω του μεγάλου πάχους τους και του μικρού διαμετρήματος των
ελληνικών πυροβόλων. Υπήρχαν πτώματα ανθρώπων και αλόγων σε όλη την έκταση του
εσωτερικού περίβολου, πολλά από αυτά διαμελισμένα, ενώ τεμάχια σάρκας ήταν
κατάσπαρτα πάνω στο ανασκαμμένο από τα πυρά πυροβολικού έδαφος. Οι συνολικές
τουρκικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 100 νεκρούς και 170 τραυματίες.
Όπλα, τροφές, πολεμοφόδια και άλογα, που βρέθηκαν απείραχτα εντός του
πύργου, μοιράσθηκαν από τον ταγματάρχη Κωνσταντινίδη στους Κρήτες επαναστάτες,
που συμμετείχαν στην κατάληψη του φρουρίου. Μετά την αποχώρηση των Ελλήνων,
τοποθετήθηκαν εκρηκτικά και ο πύργος ανατινάχθηκε.
Οι απώλειες του ελληνικού αποσπάσματος ήταν 15 νεκροί και 37 τραυματίες.
Μεταξύ των 37 τραυματιών συμπεριλαμβανόταν και ένας υπολοχαγός, το όνομα του
οποίου ήταν Ναπολέων Παπούλιας. Ήταν ο παππούς του τέως Προέδρου της
Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια.
Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων κυριολεκτικά αναπτέρωσε το ηθικό των Κρητών.
Παράλληλα, στο ελληνικό κράτος, εμφύσησε ακόμη περισσότερο ενθουσιασμό στον
λαό, στην αντιπολίτευση και στα μέλη της Εθνικής Εταιρίας. Όλα αυτά είχαν ως
αποτέλεσμα, ο πόλεμος με την Τουρκία να γίνει μοναδική επιδίωξη των
περισσοτέρων Ελλήνων.
Ευχαριστουμεπολυ για την ανρτησηκαι την πληροφορηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή