ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΛΕΦΤΡΙΝΑ
<< Αναφορά ενός ιερομόναχου ονόματι Άνθιμου Πουλάκη,
απευθυνόμενη προς την ελληνική κυβέρνηση και αφορούσε την όλη κατάσταση της
πειρατονήσου Γραμβούσας περί το τέλος του έτους 1827.
Το παραθέτω αυτούσιο:
Προς τον ευσεβέστατον Κυβερνήτην και την ελληνικήν κυ βέρνησιν ολωνών των
Χριστιανών Ορθοδόξων Αυθέντες μου Δουλικώς σας προσκυνώ Δεν αμέλησα αυθέντες
μου εις το να καταγίνομαι με τα γενόμενα δια το μέλλον της πατρίδος, με λόγον
και με έργον, το κατά δύναμιν. Και σας αναφ έρω όσα είδα κι έφριξα, εις ετούτην
την μικράν νήσον, αδικίες, κλεψιές, πορνείες, μοιχείες, και αφοβία Θεού. Ελόγου
μου ευρέθηκα εις την Γραμβούσαν εις τα τέλη του έτους 1827, αφού αρμενίζαμε
ημέρας δώδεκα από την Σύραν δια να φθάσομεν, έως οπού τέλος εποδ ίσαμε εις τον
λιμένα, εδιπλαρώσαμε τον μώλο και επατήσαμεν εις την στερεάν. Δυτικά εις τον
κόλπο Κισσάμου της Κρήτης και ολίγον νοτιότερα στέκει ο θεόρατος μαύρος Βράχος,
η ξακουστή για τον κούρσο Γραμβούσα. Εις την κορφή το κάστρο με τις τά μπιες
του και μ ε τα αψηλά του μπεντένια, και ολόγυρα γκρέ μνα και χάλαρα να χάσκουν.
Ετούτο το άπαρτο καστέλι το χτίσαν οι Φράγκοι τους παλαιούς χρόνους. Εις τις
αρχές Αυγούστου του έτους 1825 οι Σφακιανοί με τον Δ. Καλλέργη επι κεφαλής
επάτησαν με πανουργία την Γραμβούσα, καμωνόμενοι ότι ήτο τάχα η νέα φρουρά και
επήρανε τον έλεγχο εις το κά στρο και έγινε ετούτο το νησί η πρώτη λεύτερη
κρητική γης. Εις την Κρήτη ελυσσομανο ύσε ακόμη ο πόλεμος με τους Αγαρηνούς
και ο οθωμανικός στρατός ανεγύριζε εις τα βουνά δια να συλλάβει και να
φονεύσει τους τελευταίους επανάστατες ανυπότακτους. Όλοι οι σκιαγμένοι και
κυνηγημένοι ηύραν καταφυγή εις την βραχώδη νήσο Γραμβούσα, όπου οι κάτοικοι
σήμερον πρέ πει να φθάνουν τας εξ χιλιάδες. Μόνον εις τον λιμένα εμάνθανα ότι
εντός δύο ετών ε χτίστηκαν διακόσια μαγαζιά κι αποθήκες. Ολίγον κατολίγον έγινε
μέγα ορμητήριο για τον κούρσο και καταφυγή για εκατοντάδες μπαντίδους. Τα νέα
εταξίδεψαν από τα στόματα εις τα ακοά και κατέφθασαν αλλοδαποί από διάφορους
τόπους εις την νήσον δια να δουλέψουν εις τα πειρατικά και εγέμισε η νήσος από δαύτους και οι καπεταναίοι απέκτησαν τους κολιτζίδες τους.
Είδα κι εθαύμασα τους μπαντίδους και την ξιπασιά των. Όλο τον καιρό του
χειμώνος, όπου ένεκα των θαλασσοταραχών η πειρατεία πέφτει εις λήθαργον,
είδα μεθύσα, είδα παλικαρέματα και φονικά, είδα πορ νείες. Και έως οπού να
επαναρχίση με την πρώτη άνοιξη το πειράτεμα οι τσούρμες κάθονται αλά Τούρκα εις
τους καφενέδες και φουμέρνουν τους ναργιλέδες ανίσως δε μεθοκοπούν εις τις
ταβέρνες. Και από κοντά όλοι οι κατα στρεγμένοι από τον Αγαρηνόν εσκάρωσαν από
μίαν καταφρονεμένην καλύβαν δια να κάθο νται τα παιδιά τους, γδυμένα και αξυπόλυτα.
Γύρω εις τον λι μένα υπήρχε κόσμος όπου επείναγε και στα καλυβάκια οι γυναίκες
όπου είχαν απωλέσει την τιμή τους έκραζαν τους άντρ ες. Ένα πορνοστάσιον το
όλον. Επήγα και εις το κάστρο, οπού 'χει τις σιδερένιες πόρτες με τα μεγάλα
καρφιά και το λεοντάρι του Αγίου Μάρκου από πάνω. Η φρουρά ήτο οπλισμένη με
τρομπόνια και κανόνια. Εις το πιο αψηλό μπεντένι ανέμιζε η κρητική μπαντιέρα. Ε
ις το κάστρο μέσα εζούσαν περί τις δυο χιλιάδες ψυχές, και εδώ εγίνετο το
ξακουστό παζάρι με τις λείες. Εδώ ήρχονταν από τα τετραπέ ρατα του κόσμου
εμπόροι και λησταποδόχοι δια να ψωνίσουνε τις λείες οπού πουλούνται ευθηνότερα
από άλλες αγορές. Υπήρχε και του πουλιού το γάλα: σάκοι καφές Αμερικής, με
γάλες ποσότητες ινδικής κάνναβης, μπαχάρια όλων των λογιών, φάρμακα, ατσάλια,
ωρολόγια, κάτοπτρα, τηλεσκόπια, ήλοι κασσιτέρου, ναυτικά, μαθηματικά και
χειρουργικά ερ γαλεία, κουτιά καμπανίτης, βαφές όλων των λογιών, μουσελίνες,
βαμβακερά πανιά, τρίτσια εμπριμέ, βατίστα και γάζα, υφάσματα νανκίν, μάλλινα
υφάσματα, βελούδα, σατέν, λινά, σάλια, ολάκερη η Μεσόγειο ήρχονταν εις την
Γραμβούσα και εψώνιζεν. Οι μπαντίδοι κι όσοι έ καμναν το εμπόριο δεν ήξευ ραν
την πραγματική αξία των πραγμάτων που επώλουν πλην ήθελον να τα ξεφορτώνονται
μ ίαν ώραν αρχύτερα κι έτσι οι λη σταποδόχοι τα αγόραζαν σε χαμηλές τιμές. Εις τον τόπον όπου λογίζονται για παλληκάρια οι Πρωτοκλέπται, Χαϊδούκοι,
Μπαντίδοι και Κουρσάροι, ότι αυτοί εσή κ ωσαν την επανάστασιν και έκαμαν τον
ιερόν Αγώνα, όπου δεν είχαν ούτε ιερόν ούτε όσιον, τι να περιμένει κανείς;
Σήμερον οι ίδιοι φέρουν γενικώς το όνομα καπεταναίοι και οπλαρχηγοί και παντού
όπου υπάγεις στις κλεφτοφωλιές της Άσπρης Θάλασσας, όπου δεν φθάν ει ο νόμος
και όπου άλλοτες οι νοτάριοι και Δημογέροντες ήταν οι κριτές για δικαιοσύνη,
σήμερον όλοι ετούτοι ήναι υποχείρια των οπλαρχηγών και των καπεταναίων οπού
αδικοκρίνουν και το δίκαιον κάμνουν άδικον. Και οι ίδιοι οι Δημογέροντες
τρεμάμενοι και φοβούμενοι, έχουν παραχωρήσει εις τους οπλαρχηγούς την επίσημη
σφραγίδα της Κοινότητας δια να τη μεταχειρίζονται εις τις ιδικές τους
υποθέσεις. Τι άλλο να αναμένομεν το λοιπόν; Καμπόσοι από δαύτους, οπλαρχηγοί
και καπεταναίοι, από όλη την επικράτειαν εσυνάχ θησαν εις ετούτο τον άπαρτον
Βράχο αναζητούντες παραμυθίαν και γυρεύοντας πλούτον από τον κούρσο και την πειρατείαν.
Η Γραμβούσα γέμει από ανθρώ πους πλουσίους, όπου ολίγους χρόνους πριν δεν είχαν
ούτε ψωμί να φάγουν και απόκτησαν πλούτο ξαφνικόν κάνοντας αδικίες και κλεψές.
Πλην τι να λέγω και δι ’ αυτούς; Κατά πρώτον ήναι οι Κρητικοί αλλά και
αναρίθμητοι άλλοι φερμένοι από ελληνικά μέρη, ιΜάνη, Ψαρρά, Κάσον, Ύδρα, Σπέτσες, Μεσολόγγι. Τα πλοία τους τα παρουσιάζουν ως κρητικά με έγγραφα εις το
όνομα ενός κρητικού καπετάνιου. Εδώ εσυνάντησα όσους εξουσιάζουν το Βράχο,
πλήθος ξακουστοί κακούργοι. Ο Αναγνώστης ο Ψαρουδάκης εκ Σφακίων όπου ήναι ο
πρώτος διδάξας την πειρατείαν, ο παπά Γρηγόρης Δαμαλάκης, άνθρωπος θηριώδης,
κτηνώδης και αχρείος. Ο βίος του γέμει δολοφονίες, βιασμούς, βασανιστήρια,
πειρατείες. Πολλάκις ντύνεται γραία δια να μην τον ανιώνουν οι εχθροί και να
σφάζει αιφνιδίως. Διηύθυνε και επιστάτησεν εις περισσοτέρας πειρατικάς πράξεις
παρά άλλος κανείς εις τον κόσμον. Ο Γεώργιος Λούπης ή Λουπάκης, ήναι
συμμέτοχος όλων των πλοίων των στελλομένων απ ετούτον τον λιμένα εις
πειρατείαν. Έχει τρεις κολιτζίδες και αυτοί πράττουν τα όμοια, ως και τον
αυθέντη τους, φονεύουν, γδύνουν, παιδο φθείρουν, γυναικοφθείρουν και καθεξής.
Ο Γιάκωβος Σκαν δαλάκης, διοίκησε διαφόρους γολέττας ικανόν καιρόν και
πλουτήσας έπαυσε του να πλέει, ήναι σκληρός και κτηνώδης. Ο κακούργος Αθανάσιος
Τραμουντάνας εκ Μεσολογγίου, ο Μανούσος Παπαδάκης εκ Σφακίων, γνωστός ως
Κασιδομανούσος, οι Αντώνιος, Νικόλαος και Ανάργυρος από την Ύδραν, ο Κούτσης
εκ Σπετσών, ο Αντώνιος Ελιού εκ Κάσσου και ο οπλαρχηγός Γεώργιος Δρακονιανός. Ο
Εμμανουήλ Δικτάκης, Σπανός ονομαζόμενος, δια τούτον ήκουσα ότι αφού εγύμνωνε τα
πλοία έδενε εις το κανόνι τον κυβερνήτη και τον εράβδιζεν απάνθρωπα. Και ότι
κακομεταχειρίζεται αγρίως τους όποι ους συλλαμβάνει σκλάβους. Έως και τον
αγριάνθρωπο Γιώργη Ξεκουκούλωτο όπου έχει τ’ ορμητήριό του εις Αντίπαρο εσυ
νάντησα εις τον Βράχον. Κ αι τέλος τον παπά Μαρτινιανό Πε ράκη, όπου ήναι ο
αρχηγός της Επιτροπής και μέλος του Συμβουλίου του Αγώνα και φρούραρχος. Ούτος
ως ήκουσα επροσπάθησε παλαιόθεν ν α παύση την πειρατείαν, πλην δω ροδοκηθείς
έγινε συμμέτοχος εις κάθε πλοίον και λαμβάνει μερδικόν από πάσαν λείαν. Κι έτσι
το Κρητικό Συμβούλιον έγινε το ένα με τους μπαντίδους. Και με συγχωρείτε με το
να σας πολυλογίζω όσα σας έγραψα δια τους οπλαρχηγούς και καπεταναίους, δια να
εν νοήσετε τι ακριβώς συμβαίνει εις τον μαύρο Βράχον της απωλείας. Και πώς
ακριβώς κάμνουν τις βρωμοδουλειές των οι καπεταναίοι, αλλά και ποιος να τους
ομιλήση. Όποιος αντιμιλήσει τον σφάζουν εις το γόνυ ωσάν γίδα, απλώς για μίαν
στραβή ματιάν ή για έναν λόγο του κρασιού. Οι οπλαρχηγοί και οι καπεταναίοι
ήναι αδελφοποιτοί, έχουν ενώσει τα αίματά τους με όρκον όμοιον με τον οπού έκα
μαν οι επαναστάτες του ιερού Αγώνος και ήναι και οι αρματό ροι των πλοίων και
τρώγουν τον δαίμονα. Ο καθείς τους κατέχει τρεις έως και πέντε πειρατικές
μπρικογολέττες και μεταφέρουν τις πρίζες εις το νησί και τις αποθηκεύουν σε υπό
γειες κρύπτες μέσα εις το κάστρο. Τα πειρατικά π λεούμενα εις τον λιμένα ήναι
όλων των λογιών περάματα, φούστες, καΐκια, τρεχαντήρια. Και έχουν συστήσει μια
μετοχική εταιρεία όπου όλοι οι καπεταναίοι ήναι μέτοχοι εις τα πειρατικά και
παίρνει ο καθείς το μερδικό του. Από την Γραμβούσα ελέγχουν το κρητικόν πέλαγον
και κουρσεύουν τα επτανησιακά πλοία που απερνούν και εφοδιά ζουν τα στρατεύματα
των Τουρκοαιγυπτίων εις τα Χανιά και εις το Ηράκλειο. Πλην οι μπρικογολέττες
ατακάρουνε και τα φράγκικα καράβια που έρχονται από την Εσπερία ή από τα
μέρη της Ανατολής και κουβαλούν καλούδια από το Μισίρι. Οι λείες ήναι συχνές
και πλούσιες. Στοχαστείτε αυθέντες μου, οι ίδιοι οι καπεταναίοι κο μπάζουν ότι
σε πέντε χρόνους μέσα έγδυσαν έως και πεντακό σια καράβια. Τις πρίζες τις
φυλάγουν σε αποθήκες που χτίστηκαν προς τούτ ο εις τον λιμένα. Πολλά τα
κουβαλούν και εις το κάστρο όπου γίνεται το παζάρι. Εκεί έχει πολλές κρυψώνες,
στέρνες, καταβόθρες και πηγάδια. Αλλά και τα μπου ντρούμια του κάστρου ήναι
φίσκα με σκλάβους απ ’ όλα τα γένη. Η μοιρασιά γίνεται πάντα σύμφωνα με το
κατάστιχον όπου ήναι καταγραμμένα όλα τα κουρσάρικα της Γραμβούσας και οι
καραβοκύρηδες και οι μέτοχοι. Και όλοι των παίρνουν μερδικό, ακόμη και οι
χήρες, αναλόγως το μέρος του καθενός εις το μπάρκο. Βγαίνουν και τα μερτικά της
τσούρμας. Το Συμβούλιο του Αγώνος παίρνει το 1/5 και γι αυτό έχει και
αξιόλογους πόρους. Το 1/5 από τις πρίζες κρατείται δια την φρουρά του νησιού
και το κοινό ταμείο και ένα μέρος πηγαίνει εις την εκκλησιά της νήσου, την
«Παναγιά την Κλεφτρίνα» όπου μέσα εις ολίγους χρόνους γιόμισε από μαλαματένια
και ασημένια τάματα. Και, τέλος, επειδή υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι πτω χοί
από όλα τα γένη, όπου ζούνε στο ξάστερο και κοιμόνται εις τους βράχους, σε
σχισμές και σε σπηλιές και δεν έχουν ένα κομμάτι ύφασμα να ρίξουν απάνω εις τη
γδύμνια τους, βγά ζουν ένα μερδικό από τις λείες και τα κέρδη δια τους πεινασμένους αλλά κι αυτό δεν το κάμνουν σωστά και αρκετές γυναίκες και παιδία
αποθαίνουν από την ασιτίαν. Τοιούτα υπο - κείμενα ήλθαν εδώ και κάμνουν
κουμάντο. Ω θεέ μου, και πώς βαστάς και δε μας καταποντίζεις απόσα είδα εις
αυτό το νησί! ( Άνθιμος) >>
Χαίρετε. Η επιστολή είναι παρμένη από το βιβλίο του Τέου Ρόμβου με τις περιπέτειες του Σαμιώτη Αρχιπειρατή ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΕΓΡΟΥ του διαβόητου κουρσάρου. Αυτό μου δημιουργεί υποψίες ως προς την αυθεντικότητα ή μη του κειμένου. Τα ονόματα που αναφέρονται όπως και το ίδιος ο Πουλάκης είναι πάντως υπαρκτά. Γνωρίζει κανείς πού βρίσκεται η αυθεντική επιστολή Πουλάκη, αν υπάρχει; Ευχαριστώ,
ΑπάντησηΔιαγραφήconstantine_mazarakis@yahoo.com